Με ένα πούλμαν σχεδόν γεμάτο ξεκινήσαμε το πρωί της επετείου του « ΟΧΙ » από τη Νίκαια και πήραμε την Εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας. Κάναμε μια σύντομη στάση καθοδόν και, αφού περάσαμε από τα Καμένα Βούρλα, τη Λαμία με το επιβλητικό Κάστρο στην κορυφή του λόφου, το Δομοκό με τη « θαυμάσια » θέα προς το θεσσαλικό κάμπο , σταματήσαμε στην Καρδίτσα. Στο υπέροχο άλσος της πόλης με τα ελεύθερα παγώνια και τον έφιππο ανδριάντα του Νικολάου Πλαστήρα, το « Παυσίλυπο », ο « Φυσιολάτρης » μας πρόσφερε το σύνηθες κρύο γεύμα, ακριβώς την ώρα που είχαμε αρχίσει να πεινάμε. Είχε ήδη γίνει η παρέλαση και στο πάρκο κυκλοφορούσαν αρκετοί μαθητές με τις στολές τους αλλά και ενήλικοι, που γέμιζαν τις καφετέριες και τα άλλα καταστήματα γύρω από το άλσος.

Πήραμε το δρόμο, « χορτάτοι » πια, μέσω Μητρόπολης για τη λίμνη Ταυρωπού ή Μέγδοβα, την πιο γνωστή ως λίμνη Πλαστήρα, αφού η ιδέα για την κατασκευής της αποδόθηκε στο στρατιωτικό και πολιτικό Νικ.Πλαστήρα, όταν το 1935 επισκέφθηκε τη γενέτειρά του μετά από καταστροφικές πλημμύρες στην περιοχή. Σχηματίστηκε το 1959 με την ολοκλήρωση του φράγματος, η χρηματοδότηση του οποίου έγινε από χρήματα που χρωστούσε η Ιταλία στην Ελλάδα ως πολεμική αποζημίωση. Διαβήκαμε πεζοί το φράγμα, μια εντυπωσιακή τσιμεντένια κατασκευή, ένα κομψό τόξο, φωτογραφίσαμε και φωτογραφηθήκαμε, αγναντέψαμε τη λίμνη αλλά και την πίσω μεριά του φράγματος και ψωνίσαμε διάφορα ενθύμια από τα μικρά μαγαζάκια στη μια μεριά της γέφυρας, αφού πρώτα δοκιμάσαμε τσιπουράκι, κρασάκι και άλλα κεράσματα από τους ιδιοκτήτες τους.Επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν στην απέναντι πλευρά και φύγαμε για Τρίκαλα, όπου παραμείναμε αρκετή ώρα, ώστε να κάνουμε βόλτες και να γνωρίσουμε την πόλη περισσότερο. Επισκεφθήκαμε την παλιά πόλη με τις συνοικίες Βαρούσι και τα παλιά Μανάβικα, στις παρυφές του Φρουρίου, προς το οποίο ανηφορίσαμε, αλλά ή ώρα ήταν περασμένη και το βρήκαμε κλειστό. Κάναμε το γύρο του κάστρου, που χτίστηκε πάνω στην αρχαία ακρόπολη της Τρίκκης από τον Ιουστινιανό, τον 6ο αι. μ.Χ.,  και ανακατασκευάστηκε από τους Οθωμανούς. Εκεί ψηλά στο λόφο βρίσκεται και το ρολόι- σήμα κατατεθέν της πόλης, από το 1936. Το Βαρούσι ήταν η αρχοντοσυνοικία των Τρικάλων μέχρι το 1930  και σήμερα  μπορεί να δει κανείς τα ίχνη της οικονομικής και πολιτιστικής άνθησης που γνώρισε η πόλη στα παλιά βαρουσιώτικα σπίτια και τις παλαιότερες εκκλησίες, που είναι χτισμένες η μια κοντά στην άλλη και σώζουν αρκετές τοιχογραφίες από το 16ο αι. ακόμα. Στα παλιά Μανάβικα βρίσκονται μερικές από τις καλύτερες ταβέρνες και καφετέριες των Τρικάλων. Χάρη στις πινακίδες που υπάρχουν για τον επισκέπτη κοντά στην κεντρική γέφυρα πάνω από το Ληθαίο ποταμό και αναγράφουν το χρόνο που απαιτείται αλλά και την απόσταση  ως τα διάφορα αξιοθέατα της πόλης, καταφέραμε να πάμε και ως το Τζαμί του Οσμάν Σαχ, του 16ου αι., στη νότια είσοδο της πόλης, γνωστό και ως Κουρσούμ Τζαμί,  αλλά και ως το σπίτι του Τσιτσάνη και να κάνουμε βόλτες στους πεζόδρομους, που λόγω της ημέρας ήταν γεμάτοι κόσμο. Ο πεζόδρομος της Ασκληπιού ενώνει την κεντρική πλατεία της πόλης με τα σιντριβάνια με τη μεταλλική γέφυρα που ανακατασκεύασαν Γάλλοι μηχανικοί το 1886. Χαρακτηριστικό και το άγαλμα του Ασκληπιού πάνω στην ομώνυμη γέφυρα του Ληθαίου, παραπόταμου του Πηνειού. Το Ασκληπιείο της αρχαίας Τρίκκης βρισκόταν κάτω από τη συνοικία Βαρούσι, κοντά στην οποία εντοπίσαμε λείψανα ρωμαϊκού λουτρού και ψηφιδωτά.

Είχε νυχτώσει πια, όταν αφήσαμε την όμορφη πόλη και ξαναμπήκαμε στο πούλμαν με προορισμό την Καλαμπάκα, στην είσοδο της οποίας βρισκόταν το ξενοδοχείο «Αντωνιάδης», όπου τύχαμε, ομολογουμένως, θερμής υποδοχής, με τσιπουράκι και μεζεδάκια, και πήραμε γρήγορα τα δωμάτιά μας, ώστε σε λίγη ώρα να κατέβουμε για το δείπνο. Όσοι ήθελαν έκαναν και μια βραδινή βόλτα πριν δειπνήσουν. Πήγαμε για ύπνο σχετικά νωρίς, για να αναλάβουμε δυνάμεις για την επόμενη μέρα και την πορεία μέσα στον Εθνικό Δρυμό της Βάλια Κάλντα. Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου, και μετά το πρωινό μας αναχωρήσαμε για Κορυδαλλό, ένα από τα χωριά της περιοχής που μαρτύρησαν στη διάρκεια της Κατοχής και φτάσαμε στην Κρανέα Γρεβενών, απ΄όπου πεζοπόροι και « ορειβάτες » θα παίρναμε το πουλμανάκι για τη Βάλια Κάλντα. Τακτοποιήσαμε το θέμα του μεσημεριανού φαγητού μας σε ταβέρνα της Κρανέας, αφήσαμε τους λιγοστούς « τουρίστες » μας, οι οποίοι θα πήγαιναν στα Γρεβενά, την «πόλη του μανιταριού», και φύγαμε προς συνάντηση του μικρού πούλμαν, λίγο έξω από το χωριό. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να δούμε πρώτα μέσα από το πούλμαν το παλιό πετρόχτιστο τοξωτό γεφύρι Ματσαγκάνη, πάνω από τον ποταμό Βενέτικο, το οποίο φωτογράφισαν έπειτα οι τουρίστες και παρατήρησαν από κοντά.  

Με το « σχολικό » μεταφερθήκαμε μετά από διαδρομή μιάμισης ώρας σχεδόν στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Πίνδου, της Βάλια Κάλντα ( ζεστή κοιλάδα θα πει στα βλάχικα ) και ξεκινήσαμε την πορεία μας. Η διαδρομή εντυπωσιακή, γεμάτη ρέματα, διαδοχικούς μικρούς καταρράκτες, μικρές φυσικές πισίνες, πανύψηλα ρόμπολα και μαυρόπευκα, αιωνόβιες καστανοκόκκινες οξιές και ένας ήλιος ψηλά να μας ζεσταίνει όσο ακριβώς χρειαζόταν! Πολλά ήταν και τα είδη μανιταριών που συναντήσαμε στο δρόμο μας και τα φωτογραφίσαμε, αλλά – και ευτυχώς! – δεν είχαμε την τύχη να συναντήσουμε την καφετιά αρκούδα ή το λύκο, που μαζί με πολλά άλλα είδη θηλαστικών και αρπακτικών καταφεύγουν στον υπέροχο αυτό βιότοπο, για να ξεχειμωνιάσουν.    

Η μικρή διαδρομή ολοκληρώθηκε σε ένα 3ωρο και οι πεζοπόροι  επέστρεψαν με το πουλμανάκι στην Κρανιά. Εκεί γευμάτισαν στην ταβέρνα, μαζί με τους « τουρίστες» μας, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ επιστρέψει από τα Γρεβενά, όπου παρέμειναν μιάμιση ώρα για περιήγηση. Στη χαρακτηρισμένη εδώ και κάποια χρόνια ως « Πόλη του μανιταριού » κάποτε το πιο σημαντικό αξιοθέατο ήταν το 5γωνο ρολόι της, χτισμένο το 1906, το οποίο πριν από την απελευθέρωση των Γρεβενών ήταν τμήμα τούρκικου τζαμιού. Σήμερα η καρδιά της πόλης χτυπά στην πλατεία Αιμιλιανού, 100 μ. πιο πέρα.                            

Μετά το γεύμα κάναμε μια μικρή βόλτα μέσα στο χωριό της Κρανιάς, που μαζί με το Περιβόλι, τη Σμίξη, τη Σαμαρίνα, ένα από τα Βλαχοχώρια των Γρεβενών, και, παρόλο που ανήκει στο νομό Γρεβενών, είναι σχεδόν « ηπειρώτισσα », μια και απέχει ούτε 20 χλμ. από το Μέτσοβο. Αξιοθέατο εδώ αποτελεί ο ναός των Αγ.Πάντων ( ή Άγιος Πάντος για τους ντόπιους ), με το αριστουργηματικό χρυσοβαμμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Φύγαμε έπειτα με τελικό προορισμό τη Βο(ω)βούσα, λίγο πριν από την οποία, στο καταφύγιο της Βάλια Κάλντα, θα παραλαμβάναμε τους ορειβάτες.

Στο δρόμο μας συναντήσαμε την  τεχνητή λίμνη Αώου Μετσόβου, την πιο ορεινή μεγάλη λίμνη της Ελλάδας, η οποία αποτελεί κόσμημα για την περιοχή, με τη δαντελωτή ακτογραμμή της και τα μικρά νησάκια που σχηματίζονται στο εσωτερικό της. Βρίσκεται ανάμεσα στο Δρυμό της Βάλια Κάλντα και του Βίκου-Αώου. Η βλάστηση γύρω της είναι μοναδική, με τα δάση μαύρης πεύκης και οξιάς να κυριαρχούν, ενώ πολλά είναι και τα είδη πουλιών και ερπετών που ζουν μέσα και έξω από αυτήν. Σταματήσαμε λίγο, για να φωτογραφίσουμε και συνεχίσαμε για Βοβούσα. Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει και ο επαρχιακός δρόμος ήταν δύσκολος. Μόλις είχαμε αρχίσει να λαμβάνουμε νέα από τους ορειβάτες μας, οι οποίοι είχαν φτάσει στο καταφύγιο της Βοβούσας. Οι ορειβάτες, αφού περπάτησαν στην καρδιά του Εθνικού δρυμού της Βάλια Κάλντα μαζί με τους υπόλοιπους πεζοπόρους στη συνέχεια έκαναν τη διάσχιση της Βάλια Κάλντα,  μια από τις ωραιότερες πεζοπορικές διαδρομές που ο καθένας από τους φυσιολάτρες ονειρεύεται να πραγματοποιήσει. Κινήθηκαν παράλληλα με το Αρκουδόρεμα μέχρι το σημείο που συνάντησαν τον Αώο ποταμό. Το Αρκουδόρεμα είναι ένα ορμητικό  ποτάμι που κατεβαίνει από τα βουνά,  Αυγό (2.177 μ.) και  Φλέγγα (2.157 μ.) και που στο διάβα του χύνονται πολλά μικρά ποταμάκια με κυριότερα αυτά  της Σαλατούρας, το Ζεστό ρέμα, το ρέμα της Φλέγγας και το ρέμα Μνήματα. Το ποτάμι συνεχίζει προς τα δυτικά και συναντά τον ποταμό Αώο στη θέση Σμιξώματα, στο Δάσος Μούργου. Στην περιοχή απλώνονται δάση με τεράστια μαυρόπευκα και οξιές. Εδώ απαντώνται πάνω από 100 είδη πουλιών, δρυοκολάπτες, κότσυφες, χουχουριστές, γερακότσιχλες κ.ά. καθώς και πολλά αρπακτικά όπως αετοί, γερακίνες, σαΐνια αλλά και ο σπάνιος ασπροπάρης. Την τροφική αλυσίδα συμπληρώνουν και τα ερπετά (σαλαμάνδρες, γουστέρες), τα βατράχια και τα νερόφιδα  καθώς και οι σαΐτες και οι οχιές. Η γύρω περιοχή είναι το βασίλειο της καφέ αρκούδας, ενώ κοπάδια από λύκους κάνουν συχνά την εμφάνισή τους. Στα δάση ζούνε ακόμα αγριόγατοι, ζαρκάδια, αγριογούρουνα, αλεπούδες, λαγοί, ασβοί, κουνάβια, σκίουροι και βίδρες.

Η διαδρομή ήταν περιπετειώδης, διάρκειας περίπου 5 ½  – 6 ωρών, δίπλα στο Αρκουδόρεμα περνώντας τουλάχιστον 5-6 φορές από τη μια όχθη στην άλλη, βάζοντας μεγάλες πέτρες ή φτιάχνοντας γεφυράκια με κορμούς δέντρων. Έχοντας μαζί τους τον τοπικό οδηγό από το Μέτσοβο πήραν το μονοπάτι Ε6 και κινήθηκαν στη δεξιά πλευρά του Αρκουδορέματος. Δεν άργησε να φανεί η πρώτη δυσκολία. Λόγω των έντονων βροχοπτώσεων, το ποτάμι είχε γκρεμίσει ολόκληρη την πλαγιά καταστρέφοντας τα πάντα. Σκαρφαλώνοντας ψηλότερα όμως βρήκαν τελικά κάποιο σημείο διέλευσης. Ύστερα  κατέβηκαν ξανά κοντά στο ποτάμι, για να περάσουν στην  απέναντι όχθη ψάχνοντας κάποιο σημείο περάσματος, μιας και το ξύλινο γεφυράκι που κάποτε υπήρχε το πήρε το ορμητικό ποτάμι. Μετά από μια μικρή ανηφορική  πορεία φτάσανε στο σημείο όπου το  μονοπάτι διακλαδίζεται και ακολούθησαν τη δεξιά διαδρομή με προορισμό τη Βωβούσα και τους «καταρράκτες του Αρκουδορέματος», αφήνοντας αριστερά το μονοπάτι που οδηγεί στις δίδυμες δρακόλιμνες της Φλέγγας. Στη συνέχεια το μονοπάτι κατηφορίζει προς την κοίτη περνώντας  από μια μικρή πηγή, τη μοναδική που υπάρχει κατά μήκος της διαδρομής. Σε όλη τη διαδρομή αναγκάστηκαν να περάσουν αρκετές φορές από τη μια όχθη στην άλλη ψάχνοντας τα κατάλληλα περάσματα.

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα «ζωντανό» ποτάμι, καθώς κάθε χρόνο, ανάλογα με τα νερά που κατεβάζει, αλλάζει και τη μορφή της περιοχής. Άγρια ομορφιά με τεράστιους βράχους σμιλεμένους με το πέρασμα του χρόνου από το νερό που σχημάτιζε  μικρούς καταρράκτες και μικρές λιμνούλες. Μετά από αρκετές ώρες πορεία περνώντας  στην αριστερή πλευρά το μονοπάτι αρχίζει να ανηφορίζει και να απομακρύνεται από το ρέμα και σε περίπου μισή ώρα περνώντας ένα μικρό παραπόταμο του Αρκουδορέματος φτάνει στο σημείο όπου το Αρκουδόρεμα συναντά  τον Αώο ποταμό. Εδώ το μονοπάτι διακλαδώνεται. Αφήνοντας το μονοπάτι Ε6 οι ορειβάτες έστριψαν αριστερά και κατηφόρισαν προς το σημείο που τα δυο ποτάμια ενώνονται ακολουθώντας τις πινακίδες που  οδηγούν προς το καταφύγιο της Βοβούσας.

Το τελευταίο στάδιο της περιπετειώδους διαδρομής τους ήταν και το πιο συναρπαστικό. Διαλέξανε ένα πέρασμα όπου το ποτάμι ήταν ρηχό και το νερό τους έφτανε μέχρι τα γόνατα, για  να περάσουν στην απέναντι όχθη του Αώου ποταμού. Το νερό ήταν τόσο  παγωμένο που, αν ήταν λίγα μέτρα ακόμα η διαδρομή στο ποτάμι, κάποιοι δε θα  κατάφερναν να βγουν σώοι! Γρήγορα γρήγορα ξανάβαλαν με δυσκολία τα παπούτσια τους και ακολουθώντας το μονοπάτι στην αριστερή όχθη του Αώου έφτασαν στο χωματόδρομο που χρησιμοποιούν οι δασεργάτες, για να μεταφέρουν τους τεράστιους κορμούς των δέντρων για υλοτομία. Άρχισε να νυχτώνει, όταν από μακριά είδαν τον επαρχιακό δρόμο Ιωαννίνων – Βωβούσας και μια ταμπέλα να αναγγέλλει το καταφύγιο στα 500 μέτρα. Από μακριά φάνηκαν τα φώτα του καταφυγίου και τους προϋπάντησαν τα γαυγίσματα των τριών σκυλιών του καταφυγίου. Η οικοδεσπότης του καταφυγίου τους καλωσόρισε φτιάχνοντας ζεστό τσάι, ρίχνοντας ξύλα στο τζάκι,  για να ζεσταθούν, και φέρνοντάς τους καρύδια, για να ξεχάσουν τη πείνα τους και να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους. Δεν άργησε να φανεί και το πούλμαν και, αφού αποχαιρέτισαν το καταφύγιο, μπήκαν στο πούλμαν για την επιστροφή μας.

Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να επισκεφθούμε τέτοιαν ώρα την όμορφη ηπειρώτικη Βοβούσα, μαρτυρικό κι αυτή χωριό κατά την Κατοχή και με ένα από τα ωραιότερα μονότοξα πέτρινα γεφύρια του Ζαγορίου, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, βγαίνοντας πιο σύντομα τώρα στην Εγνατία, και περνώντας πάνω από το Μέτσοβο. Κι έτσι όμως δεν καταφέραμε να είμαστε πριν από τις 10 στο ξενοδοχείο μας για δείπνο και ύπνο αμέσως μετά.                                                   

Παρασκευή,30/10 και μετά το πρωινό φύγαμε για Σαμαρίνα. Λίγα χιλιόμετρα πριν το χωριό σταματήσαμε στο ύψωμα της Αννίτσας ( προσήλιο Φιλιππαίων ), στο όρος Λύγκος, στην περιοχή Σταυρού-Σμίξης, για να « προσκυνήσουμε » το ιδιότυπο μνημείο των πεσόντων 1940-41 Αξιωματικών και Οπλιτών Νομού Γρεβενών, εναντίον των Ιταλών επιδρομέων. Από τις 3-7 Νοεμβρίου στο σημείο αυτό συνετρίβη από το ελληνικό ιππικό η ιταλική μεραρχία Τζούλια χαρίζοντας την πρώτη μεγάλη νίκη του στρατού μας. Φωτογραφηθήκαμε μπροστά από το οστεοφυλάκιο με ομοίωμα κράνους για στέγη, μέσα σε μια ομιχλώδη και παγερή ατμόσφαιρα, απόλυτα ταιριαστή με το χώρο και τις μνήμες που ανακαλεί, φωτογραφίσαμε και τα υπόλοιπα επιμέρους στοιχεία του μνημείου, όπως τα ανάγλυφα του ιππέα, της φορτωμένης με πυρομαχικά γυναίκας Γρεβενιώτισσας και του μαχόμενου στρατιώτη.    Φεύγοντας από το « τοπίο των ταινιών του Θοδ. Αγγελόπουλου » ανηφορίσαμε προς την ξακουστή Σαμαρίνα - για τον τίτλο του πιο ορεινού χωριού που κατέχει, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Είναι χτισμένη στα 1450 με 1600 μ. στους πρόποδες του Σμόλικα και το χειμώνα εγκαταλείπεται σχεδόν από τους κατοίκους της, που κατεβαίνουν στα πεδινά. Ευτυχώς βρήκαμε κάποια καταστήματα στην πλατεία ανοιχτά, για ένα καφέ, ένα μεζεδάκι, ένα ζεστό. Το κρύο έφτανε τους 4ο C εκεί πάνω, αλλά δεν πτόησε αρκετούς φίλους, οι οποίοι περιηγήθηκαν το χωριό, επισκέφθηκαν το ναό της Κοιμήσεως, τη «Μεγάλη Παναγιά», με το τεράστιο πεύκο που φυτρώνει στη σκεπή του ιερού, με τη μεγάλη αυλή και το όμορφο κτήριο του Δημοτικού Σχολείου και έβγαλαν πολλές φωτογραφίες στα όμορφα σοκάκια του χωριού. Τα περισσότερα σπίτια ήταν ήδη κλειστά και οι πόρτες και τα παράθυρά  τους προστατευμένα με λαμαρίνα, για τα χιόνια. Αγοράσαμε κάποια ενθύμια από το χιλιοτραγουδισμένο βλαχοχώρι και φύγαμε για Μέτσοβο, περνώντας έτσι στο νομό Ιωαννίνων. Στην όμορφη ορεινή κωμόπολη, που είναι χτισμένη στα 1160 μ. και το όνομά της σημαίνει «το χωριό της αρκούδας» στα σλαβικά, γευματίσαμε και κάναμε τις βόλτες μας ως τις 4 που είχαμε συνάντηση με τον ξεναγό μας. Ξεναγηθήκαμε πρώτα στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, όπου εκτίθενται 250 περίπου πίνακες αξιόλογων ζωγράφων του 19ου και 20ού αι. Υπάρχει και Λαογραφικό Μουσείο στο Μέτσοβο και κάποιοι φίλοι πρόλαβαν και το είδαν πριν κλείσει. Ο ξεναγός μας μάς πήγε και στην Αγ. Παρασκευή, όπου συνέχισε την ξενάγηση και στο εσωτερικό της αλλά και στον εξωτερικό ενδιαφέροντα – πράγματι – χώρο με το καμπαναριό. Η μεγάλη εμπορική ανάπτυξη που γνώρισε κάποτε το Μέτσοβο είναι φανερή και σήμερα στο χωριό που έδωσε διάσημους ευεργέτες, όπως ο Τοσίτσας, ο Αβέρωφ, ο Στουρνάρης. Κάναμε τη βόλτα μας στα πλακόστρωτα σοκάκια και στη δεδομένη ώρα αναχωρήσαμε για Καλαμπάκα, όπου φτάσαμε την ώρα του δείπνου, μετά από το οποίο πήγαμε για ξεκούραση.

Σάββατο, 31 Οκτωβρίου κι η μέρα «σκοτεινή», με πολλά σύννεφα από το πρωί. Ήταν ακριβώς η μέρα που είχε επιλεγεί για την ανάβαση στον Κόζιακα, ως το καταφύγιό του στα 1750 μ. Είναι ένα πανέμορφο στενόμακρο βουνό δυτικά των Τρικάλων και μοιάζει με θεϊκό τείχος έτσι όπως απλώνεται, και δημιουργήθηκε από ιζήματα πριν από 160 εκατ. χρόνια. Στις ανατολικές και δυτικές πλευρές του υπάρχουν πυκνά δάση με φυλλοβόλα και πιο  ψηλά τα έλατα επικρατούν παντού και ένας μεγάλος βιότοπος για την αρκούδα. Λίγο κάτω από την κορυφή στην τοποθεσία Μπακόλα βρίσκεται ένα μικρό αλλά πολύ όμορφο ορειβατικό καταφύγιο του ΕΜΟΤ (Εκδρομικός και Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων) με δυνατότητα διανυκτέρευσης και φαγητού.

Περάσαμε έξω από τα Τρίκαλα, από την Πύλη με το μονότοξο γεφύρι της Πόρτα-Παναγιάς και, περνώντας από την Ελάτη, κατευθυνθήκαμε λοιπόν όλοι προς το Χιονοδρομικό Κέντρο Περτουλίου, στη θέση Περτουλιώτικα λιβάδια, όπου αφήσαμε 7 τολμηρούς-μάλλον απόκοτους- για την ανάβαση, με καιρικές συνθήκες αρκετά άσχημες.

Από εδώ ξεκινάει η διαδρομή για να φτάσει κανείς στην ψηλότερη κορυφή του βουνού. Διασχίζοντας τα λιβάδια και περνώντας την ξύλινη πεζογέφυρα του μικρού ποταμιού παίρνεις το δασικό δρόμο και φτάνεις στο σημείο όπου ξεκινά το μονοπάτι για το καταφύγιο του Κόζιακα (1738μ) που βρίσκεται στο οροπέδιο Μπακόλα και την κορυφή Χατζηπέτρου στα 1901μ.. Η διαδρομή είναι σημαδεμένη με τετράγωνες κίτρινες πινακίδες που μέσα έχουν ένα μαύρο τρίγωνο. Τελικά η μπόρα και ο δυνατός αέρας δεν επέτρεψαν στους πεζοπόρους να ανέβουν στην κορυφή και επέστρεψαν στο κλειστό χιονοδρομικό κέντρο του Περτουλίου  και, αφού βρήκαν κάποιο σημείο στην είσοδο να προφυλαχτούν από την μπόρα, που συνέχισε για αρκετή ώρα, περίμεναν το πούλμαν να τους πάρει μαζεύοντας μανιτάρια από τη γύρω περιοχή.Οι υπόλοιποι, γυρίζοντας,  κάναμε μια στάση στην όμορφη Ελάτη, το μεγαλύτερο χωριό του ορεινού όγκου των Τρικάλων, τη χτισμένη στα 950 μ., στις πλαγιές του Κόζιακα, με τα χαριτωμένα μικρά μαγαζάκια της με  τη χριστουγεννιάτικη ήδη διακόσμηση, για βολτίτσες στα στενά με τα παλιά αρχοντικά και τις παραδοσιακές βρύσες, για ένα θερμαντικό ποτό, ένα καφεδάκι και αγορά τοπικών προϊόντων. Η άλλη ονομασία της Ελάτης είναι Τύρνα. Τα πετρόχτιστα σπίτια της είχαν κατασκευαστεί από Ηπειρώτες μαστόρους, με χαρακτηριστικό τους τα υπέρθυρα. Συνεχώς ψιλόβρεχε βέβαια, αλλά την « κοσμοπολίτισσα » Ελάτη καταφέραμε και την είδαμε αρκετά, όσοι θέλαμε να την εξερευνήσουμε.

Ξαναπήραμε το δρόμο για το Χιονοδρομικό Κέντρο, απ΄ όπου παραλάβαμε τους «μουσκεμένους» ορειβάτες μας και φύγαμε για τη Μονή Τσούκας. Βρίσκεται πάνω στον επαρχιακό δρόμο 2 χλμ. μετά το Νεραϊδοχώρι και είναι αφιερωμένη στην Αγ.Παρασκευή. Χτίστηκε το 1793 και περιβάλλεται από θρύλους, αφού διαθέτει μια κούφια στέγη, που σύμφωνα με την παράδοση στέγαζε «Κρυφό σχολειό» και χρησιμοποιήθηκε επίσης ως καταφύγιο - κρησφύγετο του Ε.Α.Μ. Επικοινωνούσε εσωτερικά με σκάλα λαξευμένη στον τοίχο του καθολικού. Πραγματικά ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική και ιδιαίτερα τα διακοσμητικά στοιχεία του εξωτερικού του καθολικού.

Επιστρέψαμε από τον ίδιο δρόμο στο Περτούλι, όπου κάναμε βόλτες στο χωριό και γευματίσαμε σε κάποια από τις ταβέρνες που βρίσκονται εκατέρωθεν του δρόμου. Είναι ένα παραμυθένιο χωριό με πέτρινα σπίτια, καλόγουστες βίλες και παραδοσιακούς ξενώνες, σε ένα σκηνικό που όντως θυμίζει Ελβετία. Τα τζάκια στις ταβέρνες μας υποδέχονταν αναμμένα, για να δοκιμάσουμε τις σπεσιαλιτέ τους, όπως το αγριογούρουνο, το χοιρινό κότσι, τα μανιτάρια κ.ά. Αγοράσαμε μέλι και βότανα και επιστρέψαμε από τον ίδιο δρόμο πίσω στην Καλαμπάκα, σχετικά νωρίς.

Έτσι αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Μετεώρων και Μανιταριών, που βρισκόταν απέναντι από το ξενοδοχείο μας. Στο ισόγειο υπάρχει έκθεση ταριχευμένων ζώων από την ευρύτερη περιοχή των Μετεώρων κυρίως και στο 2 όροφο μανιτάρια, τα οποία εκτίθενται με έναν πρωτότυπο τρόπο παρουσίασης, παρέχοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσονται σε κάθε οικοσύστημα. Στην Καλαμπάκα ανακαλύψαμε κι ένα άλλο μουσείο, Ελληνικής Παιδείας ονομάζεται,  με μοναδικές συλλογές σχετικές με την ελληνική εκπαίδευση και την παιδεία γενικότερα. Μόλις είχε ανοίξει τις πύλες του και αποτελεί κόσμημα κι αυτό για την Καλαμπάκα, που είναι ο βασικός τόπος διαμονής των επισκεπτών των Μετεώρων. Από πλευράς μεσαιωνικών μνημείων βέβαια το σημαντικότερο στολίδι της κωμόπολης είναι ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, κτίσμα του 11ου αι. μάλλον, πάνω στα ερείπια παλιότερης εκκλησίας της ύστερης αρχαιότητας. Στους τοίχους του είναι ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά μέλη από τον αρχαίο ναό του Απόλλωνα. Στη γύρω περιοχή βλέπει κανείς απομεινάρια του κάστρου της πόλης. Εξάλλου Καλαμπάκα σημαίνει « ισχυρό φρούριο ».        

Κυριακή, 1 Νοεμβρίου, ημέρα επιστροφής. Οι πεζοπόροι μας ξεκίνησαν νωρίτερα το πρωί στις 8 για την ανάβαση με τα πόδια στη μονή Βαρλαάμ και το Μεγάλο Μετέωρο. Ξεκίνησαν  από το Καστράκι και, αφού άφησαν δεξιά τους τον Αγιώργη το Μαντηλά ανηφόρησαν για τα Μετέωρα ακολουθώντας το μονοπάτι των καλογέρων. Περνώντας ανάμεσα από τους θεόρατους επιβλητικούς  βράχους με τα μοναστήρια σκαρφαλωμένα στην κορυφή τους έφτασαν μετά από μιάμιση ώρα στη μονή Βαρλαάμ. Μετά την επίσκεψή τους στην ιστορική Μονή πεζοπόρησαν λίγο ακόμα μέχρι τη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου, όπου και περίμεναν το πούλμαν  να τους παραλάβει για την επιστροφή. Οι «τουρίστες» μετά το πρωινό αναχώρησαν κατά τις 9 από την Καλαμπάκα για τα Μετέωρα, περνώντας  μέσα από το χωριό Καστράκι, που βρίσκεται δίπλα στα Μετέωρα και αποτελεί τόπο αναψυχής των επισκεπτών των Μετεώρων. Ένα έθιμο του χωριού είναι το κρέμασμα των μαντηλιών στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου του Μαντηλά. Αναρριχητές αλλά και απλοί κάτοικοι αναρριχώνται, για να ανεβάσουν τα καινούρια μαντήλια και να κατεβάσουν αυτά που είχαν ανεβάσει την περσινή χρονιά.

Τα Μετέωρα είναι ένα σύμπλεγμα από τεράστιους σκοτεινόχρωμους βράχους από ψαμμίτη, κοντά στα πρώτα υψώματα της Πίνδου και των Χασίων. Είναι οι γίγαντες-προστάτες της Καλαμπάκας και του Καστρακίου, έτσι όπως ορθώνονται πάνω από τα 2 χωριά. Σήμερα είναι το 2ο πλέον μοναστικό συγκρότημα στην Ελλάδα ύστερα από το Άγιον Όρος. Λειτουργούν μόνο τα 7 και περιλαμβάνονται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Πρώτα επισκεφθήκαμε τη γυναικεία μονή Αγ.Στεφάνου, που ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αι., στο νότιο άκρο της συστάδας των Μετεώρων. Έπειτα βρεθήκαμε στη μονή Βαρλαάμ, η οποία ονομάστηκε έτσι από τον ασκητή-αναχωρητή Βαρλαάμ, που πρώτος κατοίκησε το βράχο το 14ο αι. Επισκεφθήκαμε κι εδώ το καθολικό και τα παρεκκλήσια με τις τοιχογραφίες, το νοσοκομείο και το μουσείο κειμηλίων της μονής και φύγαμε για το Μεγάλο Μετέωρο. Είναι μία από τις παλαιότερες και η μεγαλύτερη από τις υπάρχουσες σήμερα μετεωρίτικες μονές. Ιδρύθηκε λίγο πριν τα μέσα του 14ου αι. από τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, πάνω στο βράχο που ονομαζόταν « Πλατύς Λίθος » και που ο ίδιος ονόμασε « Μετέωρο ». Είναι εντυπωσιακή η πρόσβαση προς το μοναστήρι, μια και ο επισκέπτης κατηφορίζει πρώτα και μετά ανεβαίνει μια μεγάλη κλίμακα, περνώντας από μια σήραγγα. Εδώ βλέπει κανείς τον πύργο του βριζονίου, που στέγαζε το μηχανισμό για το δίχτυ που ανέβαζε κάποτε τους μοναχούς στη μονή, το νοσοκομείο, το γηροκομείο, την εστία και την τράπεζα και φυσικά το καθολικό και τα παρεκκλήσια με τις ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Πολύ σημαντικοί είναι οι μουσειακοί χώροι της μονής, μια και περιέχουν χειρόγραφα, πολύτιμα κειμήλια και εκκλησιαστικά αντικείμενα. Στο Μεγάλο Μετέωρο συναντηθήκαμε με τους πεζοπόρους μας, οι οποίοι είχαν ήδη επισκεφθεί τη μονή Βαρλαάμ, και αφού επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν, κατηφορίσαμε για τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα, όπου και σταματήσαμε για βόλτες και γεύμα. Κατεβήκαμε πάλι κοντά στο Πάρκο που « παύει τις λύπες », ακολουθήσαμε τον κεντρικό πεζόδρομο, που οδηγεί στην κεντρική πλατεία  με το εξαιρετικό νεοκλασικό κτήριο της Τράπεζας Πίστεως και στο σημείο αναφοράς της όμορφης πόλης, το Σιντριβάνι, πρόσφατο στολίδι για την πλατεία. Απεικονίζει στις άκρες του τους αστερισμούς σε κάθε σημείο του ορίζοντα.  Στα νότια της κεντρικής πλατείας ανακαλύψαμε το επίσης εντυπωσιακό κτήριο της Δημοτικής Αγοράς, χτισμένο στο στιλ  που είναι γνωστό ως «Μοντέρνο κίνημα» και που σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος πολιτισμού, ψυχαγωγίας αλλά και ως εμπορικό κέντρο. Εντύπωση μας έκαναν οι πολλοί ποδηλατόδρομοι που έχουν δημιουργηθεί.

Φύγαμε έπειτα για τη Νίκαια, αφού κάναμε άλλη μία στάση καθ΄οδόν. Ήταν ένα όντως πλούσιο 5ήμερο, που γέμισε τα μάτια μας και την ψυχή μας με εικόνες εν πολλοίς πρωτόγνωρες και μας έδωσε, για άλλη μια φορά, δυνάμεις να προχωρήσουμε στη δύσκολη καθημερινότητά μας.