Στις 29 Μαΐου, με δύο πούλμαν σχεδόν γεμάτα, φύγαμε  από τη Νίκαια και το μετρό Αιγάλεω, στις 7 και 7:15 το πρωί αντίστοιχα. Σταματήσαμε για λίγο μετά τον Ισθμό για τις ...ανάγκες μας και συνεχίσαμε ως το Ρίο, όπου επιβιβαστήκαμε στο φέρι για Αντίρριο. Φτάσαμε κατά τις 11 στο Κέντρο Έρευνας και Πληροφόρησης Σαλαώρας, στη λιμνοθάλασσα της Λογαρούς, όπου μας έγινε ξενάγηση στο χώρο του παλιού τελωνείου και τα εκθέματά του και προβολή σχετικά με τον Αμβρακικό κόλπο. Ο Αμβρακικός είναι ο μεγαλύτερος κόλπος της Δυτικής Ελλάδας και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά οικοσυστήματα στη χώρα της Μεσογείου. Ολόγυρα στον κόλπο βλέπει κανείς απάνεμους κολπίσκους, ατέλειωτους καλαμιώνες, βάλτους, έλη και γραφικά ψαροχώρια. Ένα από αυτά αντικρίζαμε απέναντί μας και μακριά, την όμορφη Κορωνησία, που είχαμε επισκεφθεί με το Φυσιολάτρη πριν από ενάμιση χρόνο περίπου. Κάνοντας ένα μικρό περίπατο είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε τους όμορφους σχηματισμούς του κόλπου καθώς και πολλά είδη πουλιών που φιλοξενούνται σ΄αυτόν τον “παράδεισο”. Φύγαμε για Άρτα έπειτα, σε ένα χώρο υπαίθριο της οποίας ο Φυσιολάτρης μας πρόσφερε το καθιερωμένο κρύο γεύμα, αρκετά πλούσιο, μια και περιείχε από ορεκτικό, σαλάτα μέχρι και επιδόρπιο... Χορτάτοι πλέον είπαμε να δούμε και μερικά αξιοθέατα της όμορφης πόλης που την περιβάλλει ο ποταμός Άραχθος και ξεκινήσαμε με την Παναγιά την Παρηγορίτισσα, τον περίεργο αυτόν ναό που χτίστηκε στα τέλη του 13ου αι. από τον Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα, όπως και άλλοι ναοί, προς εξιλέωση από τα αμαρτήματά του και τις απιστίες του προς την μετέπειτα Αγία Θεοδώρα, τη σύζυγό του. Είναι και η πολιούχος της Άρτας και ο ναός που χτίστηκε προς τιμήν της κοσμεί μαζί με άλλους ωραία διακοσμημένους εξωτερικά κυρίως βυζαντινούς ναούς την πόλη.

Κατηφορίσαμε στη συνέχεια προς το ονομαστό Γεφύρι της Άρτας, το πολυτραγουδισμένο, και τον υπεραιωνόβιο Πλάτανο του Αλή Πασά, που στέκει ακόμα αγέρωχος και επιβλητικός, παρότι στηρίζεται  στα “δεκανίκια” του. Εδώ επισκεφθήκαμε και το Λαογραφικό Μουσείο της Άρτας. Φεύγοντας από την πόλη περάσαμε πάλι μπροστά από το βυζαντινό Κάστρο, που χτίστηκε πάνω στην αρχαία ακρόπολη τον καιρό που η Άρτα ήταν η έδρα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το 13ο αι.μ.Χ., και είναι από τα πιο όμορφα κάστρα της Ελλάδας.   

 

Έχοντας τελειώσει και με την περιήγησή μας στην Άρτα αναχωρήσαμε γύρω στις 5 το απόγευμα για το Καναλλάκι, τις εκβολές του Αχέροντα με τους ωραίους σχηματισμούς και τους εκτεταμένους υδροβιότοπους, την Πάργα, την Πέρδικα και την περίφημη παραλία Καραβοστάσι, πάνω από την οποία, σε μια μαγευτική τοποθεσία βρισκόταν το ξενοδοχείο μας. Τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτιά μας, βάλαμε το μαγιό μας, όσοι θέλαμε, και πήγαμε κάτω για μπάνιο, όσο υπήρχε ακόμα φως ημέρας, δειπνήσαμε έπειτα και κουρασμένοι και ...χορτασμένοι από όλη την ημέρα πήγαμε για ύπνο. Το επόμενο πρωί, ημέρα Σάββατο, μετά το πλούσιο πρωινό μας, αναχωρήσαμε για την Πάργα και την κρουαζιέρα μας στους Αντίπαξους πρώτα και στους Παξούς έπειτα. Πέσαμε από το πλοίο για μπάνιο στην παραλία Βουτούμη, κάναμε σχεδόν το γύρο του νησιού, με τις ονομαστές “Μπλε σπηλιές” και τους άλλους περίεργους βραχοσχηματισμούς και φύγαμε για τους Παξούς, με την πυκνή βλάστηση και τους απέραντους ελαιώνες τους. Στην πρωτεύουσα, το γραφικό Γάιο, παραμείναμε περισσότερη ώρα για μπάνιο, περιήγηση στα όμορφα στενά σοκάκια και γεύμα.

Αναχωρήσαμε το απογευματάκι αφήνοντας αριστερά και δεξιά μας τα νησάκια του Αγ. Νικολάου, του φυσικού κυματοθραύστη του λιμανιού των Παξών, και της Παναγίας με το πανέμορφο λευκό μοναστήρι. Απέναντι, στην Πάργα, κάναμε τη βόλτα μας για μιάμιση περίπου ώρα, ώστε να προλάβουμε να ανέβουμε στο Κάστρο, που πρωτοχτίστηκε κατά τη διάρκεια της βενετικής διοίκησης, και να τριγυρίσουμε στα γραφικά πλακόστρωτα δρομάκια της με τα μικρά και χαριτωμένα μαγαζάκια.

Φτάσαμε την ώρα σχεδόν του δείπνου στο ξενοδοχείο, μετά το οποίο ακολούθησε το καθιερωμένο μας γλέντι ως τις 12 περίπου το βράδυ. Την Κυριακή το πρωί, μετά το πρωινό μας, αναχωρήσαμε για Ηγουμενίτσα, απ΄όπου θα επιβιβαζόμασταν στο πλοίο για την Κέρκυρα, “το νησί των Φαιάκων”. Μας εντυπωσίασαν από την αρχή το Παλιό πάνω στο λόφο και το Νέο Φρούριο, που έχτισαν οι Βενετοί κατακτητές του νησιού, καθώς και η τεράστια έκταση μπροστά από αυτά, η λεγόμενη Σπιανάδα, που δημιουργήθηκε για την αποτελεσματική αντιμετώπιση οποιασδήποτε εχθρικής ενέργειας. Σήμερα είναι η μεγαλύτερη πλατεία των Βαλκανίων.

Στο λιμάνι μάς περίμεναν οι 2 ξεναγοί μας, οι οποίες μας οδήγησαν μέσα από μια ωραία καταπράσινη διαδρομή, όπου βρισκόταν και το ανάκτορο Μον Ρεπό, στην περιοχή “Κανόνι”, απ΄όπου απολαύσαμε τη μαγευτική θέα προς τον καταπράσινο και δεντροφυτεμένο βράχο Ποντικονήσι και λίγα μέτρα πιο πέρα την Παναγία των Βλαχερνών, που ενώνεται με την ξηρά με μια μικρή πεζογέφυρα. Στην περιοχή, που ονομάστηκε Κανόνι από τα οχυρωματικά έργα των Γάλλων στα τέλη του 18ου αι. και από το κανόνι που διατηρήθηκε στη θέση του από τότε, υπήρχε κάποτε η αρχαία πόλη της Κέρκυρας και ο ναός της Άρτεμης.

Ο θρύλος θέλει το Ποντικονήσι να είναι το καράβι των Φαιάκων που μαρμάρωσε ο Ποσειδώνας, επειδή μετέφερε τον Οδυσσέα στην πατρίδα του την Ιθάκη. Από εδώ μπορεί επίσης να έχει κανείς απρόσκοπτη θέα προς το αεροδρόμιο της Κέρκυρας.Μετά τη φωτογράφηση φύγαμε για το Αχίλλειο, το σημαντικότερο αξιοθέατο αρχιτεκτόνημα έξω από την πόλη της Κέρκυρας, που υπήρξε η θερινή έπαυλη της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας, της γνωστής ως Σίσσυ και που αφιερώθηκε στον Αχιλλέα. Ξεκινήσαμε την ξενάγηση από το εσωτερικό του ανακτόρου, που χτίστηκε σε πομπηινό ρυθμό, με τις τοιχογραφίες και διακοσμήσεις σημαντικών καλλιτεχνών της εποχής του, όπου εκτίθενται διάφορα προσωπικά αντικείμενα της αυτοκράτειρας και του Κάιζερ Γουλιέλμου, του συζύγου της. Στο 2ο όροφο σταθήκαμε αρκετά μπροστά στην τεράστια τοιχογραφία που απεικονίζει την κακοποίηση του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Στους περίφημους κήπους της έπαυλης στη συνέχεια θαυμάσαμε τα αγάλματα στο Περιστύλιο των Μουσών, το μαρμάρινο του Θνήσκοντος και τοορειχάλκινο του Νικώντος Αχιλλέως κυρίως, έργου του Γερμανού γλύπτη Ερνστ Χέρτερ.Σειρά είχε η Παλαιοκαστρίτσα, στα βορειοδυτικά της Κέρκυρας, όπου, αφού επισκεφθήκαμε το μοναστήρι που βρίσκεται στους υπερυψωμένους κήπους στην άκρη του ακρωτηρίου ψηλά στα βουνά, κατεβήκαμε στην παραλία, όπου κάναμε μπάνιο στα φημισμένα κρύα νερά της και γευματίσαμε πρόχειρα, γιατί δεν είχαμε πολύ χρόνο.  Εδώ στην Παλαιοκαστρίτσα υπήρχε το βυζαντινό φρούριο Αγγελόκαστρο.Επιστρέψαμε στην πόλη της Κέρκυρας, όπου συνεχίσαμε την περιήγησή μας ξεκινώντας από την πλατεία Δημαρχείου με το περίφημο θέατρο Σαν Τζιάκομο. Προχωρήσαμε στο Λιστόν, σχεδιασμένο από το Γάλλο μηχανικό Λεσέψ, πατέρα του διάσημου πρωτεργάτη της διώρυγας του Σουέζ, με αψίδες και τα χαρακτηριστικά βενετσιάνικα φανάρια. Κάποτε εδώ συναθροίζονταν οι ευγενείς και κάθε οικογένεια είχε το δικό της τραπεζάκι. Οι “ποπολάροι”, οι λαϊκοί, που δεν ανήκαν στο Libro d‘oro των ευγενών, μόνο από μακριά μπορούσαν να κοιτούν με δέος.

Με τις ξεναγούς μας παρέα μπήκαμε έπειτα στο ναό του πολιούχου της Κέρκυρας του Αγ. Σπυρίδωνα, εντός του οποίου φυλάσσεται το σκήνωμα του αγίου. Ο ναός χτίστηκε το 1589 ως μονόκλιτη βασιλική και το τέμπλο του είναι φτιαγμένο από παριανό μάρμαρο, με τις εικόνες του φιλοτεχνημένες από τον Κερκυραίο ζωγράφο Σπύρο Προσαλένδη.

Εδώ οι ξεναγοί μας αποχαιρέτισαν και όσοι από εμάς ήθελαν πήγαν για να τσιμπήσουν κάτι ή να πιουν καφέ, ενώ αρκετοί προτίμησαν να επισκεφθούν το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, που στεγάζεται στα Ανάκτορα των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Αγ. Γεωργίου, λίγο πιο πάνω από το Λιστόν, στη βόρεια πλευρά της Σπιανάδας. Τα ανάκτορα αυτά αποτελούν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικοδόμημα της περιόδου της Αγγλοκρατίας στα Επτάνησα και συνδυάζουν στοιχεία ρωμαϊκής και ελληνικής αρχιτεκτονικής. Κάποτε εδώ είχαν την έδρα τους η Αγγλική Αρμοστεία, η Ιόνιος Γερουσία και η Ιόνιος Βουλή. Το Μουσείο Σινοϊαπωνικής τέχνης – έτσι ονομαζόταν αρχικά - ιδρύθηκε το 1928 με δωρεές ιδιωτικών συλλογών και διαθέτει πολλά αντικείμενα ασιατικής τέχνης, από την Ιαπωνία, την Ινδία, το Θιβέτ, το Σιάμ, την Κίνα, το Πακιστάν κ.ά. χώρες.

Έχοντας ικανοποιηθεί αρκετά μέσα σε λίγες ώρες από την πόλη της Κέρκυρας πήραμε το πλοίο της επιστροφής στην Ηγουμενίτσα, στις 9 το βράδυ, και γυρίσαμε κατά τις  11 και κάτι στο ξενοδοχείο μας, όπου και δειπνήσαμε κουρασμένοι και πήγαμε για ύπνο αμέσως. Δευτέρα, του Αγ. Πνεύματος, πρωτομηνιά, φορτώσαμε στα πούλμαν τις αποσκευές μας και μετά το πρωινό αναχωρήσαμε για το χωριό Μεσοπόταμος και το Νεκρομαντείο της Εφύρας, το σπουδαιότερο νεκρομαντείο της αρχαιότητας, κοντά στις πηγές του Αχέροντα, που κατά τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσαν τις πύλες του Κάτω Κόσμου. Κοντά βρίσκεται επίσης και η Αχερουσία λίμνη, στο σημείο που ενώνονται τα ποτάμια του Άδη, ο Αχέροντας και ο Κωκυτός. Εδώ έρχονταν οι πιστοί, για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών, οι οποίοι είχαν την ικανότητα να προφητεύουν το μέλλον. Η παλαιότερη αναφορά για το μαντείο αυτό γίνεται από τον Όμηρο, όταν η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να κατέβει στον Άδη, για να συναντήσει το μάντη Τειρεσία. Τα σωζόμενα σήμερα λείψανα ανάγονται τόσο στη μυκηναϊκή εποχή όσο – και κυρίως – στην ελληνιστική περίοδο. Εντύπωση προξενεί η υπόγεια αίθουσα με τις καμάρες, όπου γινόταν η εγκοίμηση των πιστών για την επικοινωνία με τους νεκρούς, αλλά και οι τέλεια αρμοδεμένοι πολυγωνικοί λίθοι του περιβόλου του ιερού. Πάνω από αυτό χτίστηκε στις αρχές του 18ου αι. η Μονή Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, που σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά την επίσκεψη στο Νεκρομαντείο φύγαμε για το χωριό Γλυκή, κοντά στις πηγές του Αχέροντα ποταμού, απ΄όπου ξεκίνησε η 3ωρη πεζοπορία από τη Σκάλα της Τζαβέλαινας ως την παραδοσιακή τοξωτή γέφυρα Ντάλα και πίσω στο χωριό, μέσα από ένα άγριο καταπράσινο τοπίο, γεμάτο πλατάνια, βελανιδιές, πουρνάρια και άλλη πλούσια παρόχθια βλάστηση. Όσοι δεν πεζοπόρησαν έκαναν raftingστο ποτάμι, ιππασία, γευμάτισαν πλάι στο ποτάμι ή σε κάποια άλλη ταβέρνα του χωριού ή έκαναν βόλτα σχεδόν ως τις πηγές του Αχέροντα.

Αναχωρήσαμε “χορτάτοι” από όλα, νωρίς το απόγευμα, πήραμε πάλι το φέρι για Αντίρριο και επιστρέψαμε στη Νίκαια αργά το βράδυ, μετά από μια στάση στο Κιάτο. Ήταν ένα πραγματικά πλούσιο 4ήμερο γεμάτο εντυπώσεις και εμπειρίες πολλές.