Για πρώτη φορά φέτος το Δεκαπενταύγουστο  ο Φυσιολάτρης αποφάσισε να ανέβει στη ψηλότερη κορυφή των Βαλκανίων «ΜΟΥΣΑΛΑ», 2925 μέτρα, συνδυάζοντας το με τα αξιοθέατα στη γειτονική Βουλγαρία.

Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας, Σάββατο, 13 Αυγούστου, νωρίς το πρωί για τον Προμαχώνα Σερρών (Κουλάτα), απ΄όπου θα περνούσαμε στη Βουλγαρία, που ήταν και ο προορισμός του ταξιδιού μας. Κάποιοι φίλοι είχαν ήδη επισκεφθεί τη χώρα αυτή, ενώ για κάποιους άλλους ήταν άγνωστη. Σταματήσαμε για λίγο κοντά στη Λαμία και περισσότερο στον Κορινό,  για να τσιμπήσουμε και κάτι.

Στα σύνορα η διαδικασία ήταν σχετικά σύντομη εν αντιθέσει με την Τουρκία στη προηγούμενή μας εκδρομή στο εξωτερικό και σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν στο DuteFree  για τα τελευταία μας ψώνια. Μπαίνοντας στη Βουλγαρία προμηθευτήκαμε για το πούλμαν την ειδική κάρτα για να κινείται στους δρόμους της χώρας και πήραμε το δρόμο για Σαντάνσκι –Σόφια. Ο δρόμος είναι σε πολύ καλή κατάσταση αλλά περνάει ακόμα μέσα από αρκετά χωριά και χρειάζεται προσοχή. Σε αρκετά σημεία συναντάς καταστήματα με ελληνικές επιγραφές, δείγμα τόσο των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων αλλά και του αναπτυσσόμενου τουρισμού. Στο δρόμο υπάρχουν αστυνομικά μπλόκα που ελέγχουν την ταχύτητα, αλλά τις περισσότερες φορές τα αντιθέτως κινούμενα οχήματα κάνουν σινιάλο με τα φώτα τους προειδοποιώντας έτσι για την παρουσία της αστυνομίας. Κοντά στα σύνορα υπάρχουν χωριά με έντονο το Ελληνικό στοιχείο το Μέλνικ, όμορφο τουριστικό χωριό που το επισκεφτήκαμε στο γυρισμό, το Πετρίτσι μια ευχάριστη μικρή πόλη με ιστορία, με ένα σημαντικό ιστορικό μνημείο, το κάστρο του τσάρου Σαμουήλ. Φτάσουμε στο Σαντάνσκιγύρω στις 17:15 μ.μ. και τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο «ΣΒΕΤΙ ΝΙΚΟΛΑ» στη κεντρική πλατεία της πόλης. Το Σαντάνσκι είναιμια κωμόπολη με 30.000 κατοίκους. Ονομάστηκε έτσι από τον Γιάνε Σαντάνσκι, έναν από τους 3 ηγέτες της Μακεδονικής επανάστασης. Είναι επίσης ο τόπος γέννησης του διάσημου Ρωμαίου σκλάβου και αρχηγού της στάσης των σκλάβων Σπάρτακου, ο οποίος καταγόταν από τη Θράκη. Στην είσοδο της πόλης υπάρχει ένα κολοσσιαίο μπρούντζινο άγαλμά του. Το Σαντάνσκι βρίσκεται περίπου 20 χλμ. από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και απέχει μόνο 160 χλμ. νότια από την πρωτεύουσα της Βουλγαρίας ,τη Σόφια κατά μήκος της Ευρωπαϊκής Οδού Ε79 και είναι κτισμένο  σε μια κοιλάδα στους πρόποδες των Ορέων Πιρίν. Μια πόλη με ήπιο και ζεστό κλίμα με πολλές ιαματικές πηγές, που την  καθιστούν ένα από τους κοντινότερους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς. Μετά το δείπνο κάναμε μια όμορφη βραδινή βόλτα για μια πρώτη γνωριμία με την πόλη που θα μας φιλοξενούσε τα επόμενα 4 βράδια.  Ο κεντρικός πλακόστρωτος δρόμος, με τα μαγαζάκια αριστερά και δεξιά για καφέ, ποτό αλλά και φαγητό, που οδηγεί στο υπέροχο πάρκο κλειστός στα αυτοκίνητα είναι ιδανικός  για βραδινές βόλτες. Ακολουθήσαμε τον κεντρικό άξονα – πεζόδρομο της πόλης με τα πανύψηλα δέντρα από τις δυο πλευρές, τα μικρά καταστήματα και μερικά παλιά κτήρια, κάποιας αισθητικής, και φτάσαμε στο ποτάμι με τη γέφυρα και το ομώνυμο με την πόλη ξενοδοχείο. Στο μεταξύ εντοπίσαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο με τα ρωμαϊκά ψηφιδωτά στο υπόγειό του καθώς και την αναστηλωμένη παλαιοχριστιανική επισκοπική βασιλική πίσω από αυτό. Ευρήματα ρωμαϊκής μάλλον εποχής βλέπει κανείς και πιο πέρα από την πλατεία που βρίσκεται δίπλα στο Μουσείο.

Ένα μεγάλο ξενοδοχείο βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι και έξω από αυτό μια αμφιπρόσωπη πηγή, απ΄όπου αναβλύζει ιαματικό νερό θερμοκρασίας 74ο C. Στην πόλη υπάρχουν ιαματικά μεταλλικά νερά. Μπορούσε να δει κανείς ατμούς από τα νερά αυτά και σε άλλα σημεία της πόλης. Περάσαμε έπειτα μέσα στον χώρο του τεράστιου πάρκου – πνεύμονα του Σαντάνσκι με τα ελεύθερα παγώνια, τη μεγάλη λίμνη με τους κύκνους και πολλές πάπιες, το παλιό ξύλινο τρενάκι, τον παραδοσιακό παγωτατζή και τα πολλά παγκάκια για ξεκούραση. Η δροσούλα μάς ελάφρυνε την κούραση από το ολοήμερο σχεδόν ταξίδι κι έτσι πήγαμε για ύπνο, αφού πρώτα οι περισσότεροι καθίσαμε σε κάποιο μαγαζάκι για ένα ποτό.

Κυριακή, 14 /8, φύγαμε στις 8 και κάτι, έχοντας μαζί μας και 5 επιπλέον φίλους, οι οποίοι επίσης θα ανέβαιναν στην ψηλότερη κορφή των Βαλκανίων, που ήταν ο στόχος εξάλλου της εκδρομής μας. Πήραμε λοιπόν τον δρόμο για Μπλαγκόεβγκραντ, ένα τοπικό διοικητικό κέντρο, με αξιόλογες βιομηχανίες, την Δούπνιτσα, το Σαμόκοφ και τα βουνά Ρίλα και, αφού κάναμε μια στάση καθ΄οδόν, φτάσαμε στο χιονοδρομικό κέντρο Μπόροβετς που βρίσκεται σε υψόμετρο 1700μ. Πήρε το όνομά του από τη βουλγαρική λέξη για το πεύκο, bor, και είναι το παλιότερο κέντρο του σκι στη Βουλγαρία. Αρχικά αποτελούσε τόπο κυνηγιού για τους Βούλγαρους αριστοκράτες της εποχής και εξελίχθηκε σταδιακά σε ένα από τα πλέον δημοφιλή θέρετρα της Ευρώπης. Το κέντρο φωλιάζει στους πρόποδες του βουνού Μουσάλα, ενός από τα πιο ψηλά βουνά της οροσειράς Ρίλα. Βγάλαμε όλοι εισιτήρια για το τελεφερίκ και με τις καμπίνες(γόνδολες) των 6 ατόμων ανεβήκαμε μέχρι την κορυφή Τζάστρεμπετς στα 2370μ. Μια διαδρομή λιγότερο από μισή ώρα που κοστίζει με επιστροφή 6 €. Η διαδρομή μαγευτική από ψηλά και η θέα σου έκοβε την ανάσα σε κάποια σημεία! Πανύψηλα δέντρα ως το ύψος αυτό, ενώ το τοπίο άλλαζε από εκεί και πάνω. Από εκεί ξεκινάει το πολύ καλά σηματοδοτημένο μονοπάτι που οδηγεί στη περίφημη  κορυφή Μουσάλα. Οι 17 ορειβάτες ετοιμάστηκαν και, ακολουθώντας τις οδηγίες του αρχηγού τους, ξεκίνησαν την 5ωρη σχεδόν διαδρομή τους προς την κορυφή Μουσάλα, την ψηλότερη των Βαλκανίων, στα 2.925 μ. ενώ μια μικρότερη ομάδα έκανε τρίωρη πεζοπορία ακολουθώντας το μονοπάτι ως το πρώτο καταφύγιο και τη μικρή λίμνη. Η συνολική διαδρομή πάνω από 5 ώρες να ανέβεις και να κατέβεις. Περνάς από τα δυο καταφύγια και βλέπεις στη διαδρομή αρκετές λίμνες. Στη κορυφή υπάρχει μετεωρολογικός σταθμός και μικρή καντίνα που προμήθευε νερό και ζεστό τσάι. Η θέα από  ψηλά των γύρω κορυφών καταπληκτική. Αφού βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες αρχίσαμε το κατέβασμα. Η επιστροφή με το τελεφερίκ πρέπει να γίνει πριν τις 6 το απόγευμα γιατί διαφορετικά πρέπει να κατέβεις με τα πόδια στο Μπόροβετς. Πάνω από χίλια άτομα τη μέρα αυτή ανέβηκαν στη κορυφή με αποτέλεσμα να σχηματιστούν μεγάλες ουρές στο τελεφερίκ για τη κατάβαση. Γύρω στις 7 το απόγευμα κατέβηκαν και οι τελευταίοι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Εν τω μεταξύ οι « τουρίστες », 18 άτομα, παρέμειναν για τρία τέταρτα περίπου πάνω στο βουνό για φωτογραφίες, καφέ ή τσάι, με τη φοβερή θέα προς τις πεδιάδες και τα γύρω βουνά, και πήραν το λιφτ έπειτα για το χιονοδρομικό. Με το πούλμαν πήγαν προς τη λίμνη Ίσκαρ, όπου γευμάτισαν και έκαναν βόλτες. Στη λίμνη αυτή υπήρχαν και άνθρωποι που κολυμπούσαν ή έκαναν κάποιο άθλημα. Πρόκειται για μια τεράστιας έκτασης λίμνη, η οποία φέρει το όνομα του παραπόταμου του Δούναβη, που ρέει ανάμεσα στα κεντρικά βουνά. Επέστρεψαν μετά το γεύμα τους στο Μπόροβετς, όπου και ανέμεναν τους ορειβάτες, η κατάβαση των οποίων ολοκληρώθηκε με σχετική καθυστέρηση, μια και ήταν εκατοντάδες αυτοί που κατέβαιναν από το βουνό, και μάλιστα πάρα πολλά παιδιά ανάμεσά τους. Στο μεταξύ οι τουρίστες είχαν την ευκαιρία να πλανηθούν στα γραφικά δρομάκια με τα καταστήματα και τα spa ξενοδοχεία με τις πισίνες με τα ιαματικά νερά, να πιούν τον καφέ, το τσάι τους.

Πήραμε όλοι μαζί τον δρόμο της επιστροφής για το Σαντάνσκι, όπου δειπνήσαμε και βγήκαμε έπειτα για την καθιερωμένη βόλτα μας και ένα ποτό ίσως, για κάποιους.

Δευτέρα, 15/8, ημέρα της Παναγιάς, και στις 8 και κάτι πάλι στον δρόμο, για προσκύνημα στη Μονή Ρίλας, πιθανόν το πιο σημαντικό εθνικό μνημείο της Βουλγαρίας, αρχικά, και για Σόφια έπειτα. Παραλάβαμε τον ξεναγό μας από το Μπλαγκόεβγκραντ και στρίψαμε στη διασταύρωση για το μοναστήρι. Καθ΄οδόν μας έδωσε πολλές πληροφορίες για την ιστορία της Βουλγαρίας και τη σύγχρονη κατάσταση σε αυτήν και, καθώς πλησιάζαμε στη Μονή της Ρίλας, μας ενημέρωσε για την ιστορία της. Το μοναστήρι ιδρύθηκε τον 10ο αι. και σύντομα έγινε ένα από τα κέντρα του μεσαιωνικού μοναχισμού στη Βουλγαρία. Είναι χτισμένο στη δυτική πλευρά των βουνών Ρίλα σε ύψος 1.147 μ., σε μια συγκλονιστική ορεινή τοποθεσία. Ευημερούσε τον 14ο αι. , αλλά δέχτηκε επιθέσεις κατά την τουρκοκρατία και κάηκε. Αναπτύχτηκε πάλι τον 15 και 16ο αι., αφού είχε ήδη επιστρέψει στη μονή το λείψανο του ιδρυτή της, του Ιωάννη του Ρίλα, από το Βελίκο Τάρνοβο, την παλιά πρωτεύουσα. Ένα μεγάλο πρόγραμμα ανακατασκευής εφαρμόστηκε όλο τον 19ο αι., ενώ το μόνο κτίσμα του 14ου αι. που παρέμεινε ακέραιο είναι ο πύργος Ρελίο δίπλα στην εκκλησία, στο κέντρο του μεγαλοπρεπούς προαυλίου. Εντύπωση κάνουν σε κάθε επισκέπτη, πλην των άλλων, οι εξωτερικές τοιχογραφίες του μοναστηριού, με γραφικές απεικονίσεις των 7 αμαρτημάτων.

Αφού προσκυνήσαμε, κάναμε την περιήγησή μας στην αυλή του και, αφού αγοράσαμε ψιλοπραγματάκια από το πανηγυράκι που στήνεται έξω από τον χώρο του, ο ξεναγός μας συγκέντρωσε σε ένα σημείο, για να μας δώσει μερικές ακόμη λεπτομέρειες και έπειτα αναχωρήσαμε για Σόφια – Βίτοσα.

Με το πούλμαν ανεβήκαμε ψηλά στον καταπράσινο λόφο, το Εθνικό Πάρκο της Βίτοσα, όπου και ο πύργος της τηλεφωνίας, και από εκεί αγναντέψαμε όλη την πρωτεύουσα, εντοπίσαμε κάποια χαρακτηριστικά σημεία της, τα ψηλότερα κτίσματα, το παλιό κομμάτι, μοντέρνα κτήρια, τραβήξαμε αρκετές φωτογραφίες και κατεβήκαμε πάλι, ώστε να τα δούμε όλα αυτά από κοντά. Η Σόφια είναι χτισμένη σε μια αρχαία τοποθεσία στις πλαγιές του όρους Βίτοσα, ήταν γνωστή ως Σαρδική στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας, είχε οθωμανικό τουρκικό χαρακτήρα ως το 1880, ενώ στα τέλη του 19ου αι. ακολουθεί έναν αστικό σχεδιασμό, υπό τις εντολές του βασιλιά Φερδινάνδου, με μεγάλες πλατιές λεωφόρους, πάρκα και άλλες ανέσεις. Έτσι σήμερα ο επισκέπτης εισπράττει από τη Σόφια έναν αέρα δυτικής ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, αλλά παράλληλα θαυμάζει και αρχαία, βυζαντινά, κτήρια από την οθωμανική αλλά και την περίοδο της Εθνικής Αναγέννησης. Και πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα που παρουσιάζει στις μέρες μας το ιστορικό κέντρο οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς, μια και είχαν συμμαχήσει με αυτούς οι Βούλγαροι, από τα τέλη ήδη του 19ου αι.

Μπήκαμε στην πόλη ακολουθώντας τη λεωφόρο Cherni, έχοντας αριστερά και δεξιά τα μεγάλα πάρκα – καταπράσινους πνεύμονες της Σόφιας, YuzhenPark, LovenPark και BorissonaGradina, με στάδια, κολυμβητήρια, μουσεία εντός τους. Αφήσαμε πίσω μας το Εθνικό Μέγαρο Πολιτισμού, το Μνημείο για τη συμπλήρωση 1.300 χρόνων του Βουλγαρικού Βασιλείου καθώς και το Μνημείο το αφιερωμένο στον Σοβιετικό στρατό και πλησιάσαμε το ring της παλιάς πόλης, ακολουθώντας τη λεωφόρο VasilLevski, όπου και το μνημείο προς τιμήν του εθνικού ήρωα. Κάναμε πρώτα μια περιήγηση στα σημαντικότερα αξιοθέατα του ιστορικού κέντρου, ανάμεσα στα οποία ήταν και η Αγία Πέτκα των σελοποιών, το τέμενος των Λουτρών και τα ιαματικά λουτρά καθώς και η Συναγωγή της Σόφιας ( τα οποία τελικά δεν είδαμε από κοντά ) και κατεβήκαμε στη συνέχεια από το πούλμαν. Ξεκινήσαμε παρέα με τον ξεναγό μας από τον ναό - μνημείο του Αλεξάντρ Νιέφσκι, που χτίστηκε , για να υπενθυμίζει τον Πόλεμο της Απελευθέρωσης το 1877-78 και τη ρώσικη συμβολή στη νίκη αυτή. Ξεναγηθήκαμε, φωτογραφηθήκαμε και συνεχίσαμε περπατώντας για τον ιστορικό καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας,με την ασυνήθιστη εξωτερική μορφή και τον Ρωσικό ναό Αγίου Νικολάου των Μύρων, που είναι χτισμένος στο παραδοσιακό στιλ των καθεδρικών ναών της Μόσχας, με οροφή από φύλλα χρυσού και θόλους σε σχήμα κρεμμυδιού. Στον δρόμο μας το Μνημείο-Μαυσωλείο του Βούλγαρου κομμουνιστή αρχηγού Γκεόργκι Δημητρώφ, το Μουσείο Φυσικών Επιστημών και το Εθνογραφικό Μουσείο - Εθνική Πινακοθήκη, η Παλιά Βουλή και λίγο πιο κάτω το Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο κάποιοι φίλοι επισκέφθηκαν μετά το πέρας της περιήγησης. Περνώντας πρώτα από το εντυπωσιακό κτήριο του Εθνικού Θεάτρου, το αφιερωμένο στον λογοτέχνη-ποιητή Ιβάν Βάζοφ, και το χαριτωμένο παρκάκι μπροστά του, καταλήξαμε στον ναό της Αγίας Κυριακής, ένα αξιοσημείωτο διατηρητέο κτήριο, ακριβώς μπροστά από το ξενοδοχείο Sheraton, και τη Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου. Κτίστηκε τον 2ο με 3ο αι., έγινε χριστιανική εκκλησία αργότερα και μετατράπηκε σε τζαμί τον 16ο αι. ( “Κόκκινο τζαμί” ). Μπήκαμε μέσα κι εδώ, θαυμάσαμε, φωτογραφίσαμε και είχαμε χρόνο ελεύθερο για φαγητό, βόλτες και ένα δεύτερο πέρασμα ίσως από κάτι που μας ενδιέφερε περισσότερο. Φύγαμε σχετικά “ χορτάτοι ” από τη Σόφια, περνώντας πολύ κοντά από τη γέφυρα των Λεόντων, υποσχόμενοι ότι πρέπει να ανακάμψουμε για μια επίσκεψη μεγαλύτερης διάρκειας στην πόλη αυτή, που αποπνέει αέρα ευρωπαϊκής πλέον πρωτεύουσας. Αφήσαμε τον ξεναγό μας λίγο έξω από το κέντρο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για Σαντάνσκι, όπου δειπνήσαμε και κάναμε τη βόλτα μας, για να ανακαλύψουμε πάλι κάτι νέο στην όμορφη λουτρόπολη.

Τρίτη, 16/8, και σειρά σήμερα είχε η “ δική μας ”( όσον αφορά τα σημάδια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού αλλά και εκείνα της περιόδου 1878-1885, οπότε υπήρχε το κράτος της Ανατολικής Ρωμυλίας, σημάδια που είναι εμφανή στη σημερινή πόλη και έχουν αναδειχθεί σημαντικά ) Φιλιππούπολη. Με τον ξεναγό μας πάλι φύγαμε για τη μακρινή μας διαδρομή, μαθαίνοντας ένα σωρό πράγματα από τον πρόθυμο κ. Κώστα και παρατηρώντας τη βουλγαρική εξοχή, η οποία δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο να μας δείξει, εκτός από χωράφια καλλιεργημένα με ηλιοτρόπια, πατάτες ή βαμβάκι. Συναντήσαμε βέβαια και καταπράσινες εκτάσεις όπως και αρκετά χωριά, μικρά ή μεγάλα στον δρόμο μας, χωρίς όμως κάποιο ιδιαίτερο παραδοσιακό χρώμα.

Την πόλη διαρρέει ο ποταμός Μαρίτσα ( Έβρος ), τον οποίο είδαμε από κάποια απόσταση μέσα από το πούλμαν, όπως κι ένα μέρος της περιοχής γύρω από την παλιά πόλη. Αφήσαμε πίσω μας το Μνημείο Σοβιετικού Απελευθερωτικού Στρατού ή Αλιόσα στην κορυφή του λόφου Μπούναρτζικ, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το Μνημείο της Ένωσης της Βουλγαρίας και το Αρχαιολογικό Μουσείο και κατεβήκαμε στην ανατολική πύλη της Φιλιππούπολης, απ΄ όπου θα ξεκινούσαμε την περιήγησή μας στην παλιά πόλη. Στην πλατεία Trimontium ( 3 από τους 7 συνολικά λόφους, πάνω στους οποίους ήταν χτισμένη η πόλη ) ανηφορίσαμε την οδό Chanco Lavrenov με τον ναό της Αγ. Κυριακής και την οικία Δημ. Γεωργιάδη – Ιστορικό Μουσείο, την οικία – μουσείο Νέντκοβιτς, στην αρχή της, και φτάσαμε, στην πύλη Χισάρ Κάπια (ίσως από τον 11ο-12ο αι. ), πάνω από την οποία είναι χτισμένη η οικία Κιουγιουμτζόγλου – Εθνογραφικό Μουσείο σήμερα. Στην πλατεία Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης τα σπίτια – μουσεία Στεπάν Χιντλιγιάν και Λουκά Μπαλαμπάνοφ και λίγο πιο πάνω η αρμένικη εκκλησία. Στον λόφο Νεμπέτ ψηλότερα τα ερείπια της αρχαίας οχύρωσης της πόλης Ευμολπιάδας. Όλες οι οικίες ήταν αξιόλογες, φοβερά εντυπωσιακές, με αρχιτεκτονική που θυμίζει κατά πολύ τα δικά μας θρακιώτικα αρχοντικά, της Ξάνθης, για παράδειγμα, πολλές βαμμένες σε φωτεινά χρώματα, αναστηλωμένες και φροντισμένες, ώστε να προκαλούν τον θαυμασμό όλων των επισκεπτών. Ανήκαν σε Έλληνες και Αρμένιους εμπόρους.

Ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με ενδιαφέροντα τοιχογραφικό διάκοσμο εξωτερικά, στον νάρθηκα, και εσωτερικά, ξυλόγλυπτο τέμπλο και εικόνες με επιγραφές στα ελληνικά, δίπλα στην πύλη Χισάρ και πάνω στα τείχη, που χρονολογούνται από την εποχή του Ιουστινιανού. Εικάζεται ότι εδώ ήταν χτισμένος ο παλαιότερος ναός της πόλης. Η σημερινή εκκλησία χρονολογείται από το 1832. Δίπλα στον ναό μια πινακοθήκη βυζαντινών εικόνων. Προχωρώντας στην οδό Saborna συναντήσαμε το Μουσείο Ζλάτιου Μπογιατζίεφ -Οικία Στομάκωβ, το παλιό φαρμακείο “ Ιπποκράτης ” και τη Δημοτική Πινακοθήκη –Γυμνάσιο Θηλέων κάποτε, τον ναό του Αγ. Δημητρίου, τον καθολικό καθεδρικό ναό της Παναγίας και σε λίγο βρισκόμαστε μπροστά στην είσοδο του ανακαινισμένου αρχαίου ( ρωμαϊκού ) θεάτρου . Είναι το μεγαλύτερο κτήριο που βρέθηκε στα Βαλκάνια, ρωμαϊκού στιλ της όψιμης περιόδου, του οποίου μεγάλο τμήμα καταστράφηκε από τους Γότθους το 251.

Το σπίτι του Λαμαρτίνου-οικία Μαυρίδη βρίσκεται πολύ κοντά στο ρωμαϊκό θέατρο. Φιλοξένησε τον Ιούλιο του 1833 τον Γάλλο ποιητή και πολιτικό Λαμαρτίνο και στο εσωτερικό του βλέπει κανείς μικρή έκθεση για τον ποιητή. Έχει πολλά και μεγάλα παράθυρα, ξυλόγλυπτα χαγιάτια και πλούσια διακόσμηση εσωτερικά.

Στην οδό Μητροπολίτη Παΐσιου η οικία Χρίστο Ντάνωφ και πλησιάζοντας προς τον κύριο εμπορικό πεζόδρομο το τέμενος Τζουμαγιά, ένα από τα 53 τζαμιά που είχε κάποτε η Φιλιππούπολη επί Τουρκοκρατίας. Χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μουράτ Β΄ ( β΄μισό 14ου αι.), πάνω στα ερείπια του ναού της Αγ. Παρασκευής.

Τελευταίο αξιοθέατο, με την παρέα του ξεναγού μας, το ρωμαϊκό στάδιο, κτίσμα του 2ου αι. μ.Χ., κάτω από την κεντρική λεωφόρο Κνιαζ Αλεξάντερ Α΄, το μεγαλύτερο μέρος του, πολύ κοντά στην πλατεία Τζουμαγιά. Σώζονται 13 σειρές εδωλίων και μία από τις εισόδους των αθλητών σε αυτό. Μοιάζει με το στάδιο των Δελφών. Απέναντί του σύγχρονη καφετέρια ...Ψηλά στον λόφο Ντάνοφ ο πύργος – ρολόι, σύμβολο της πόλης, από τα παλαιότερα ρολόγια σε ολόκληρη την Ευρώπη, κτίσμα του 16ου αι.

Μετά το πέρας της ξενάγησης είχαμε λίγο σχετικά χρόνο για ψώνια και βόλτες στον εντυπωσιακό πεζόδρομο, επίσκεψη σε κάποιο μουσείο ίσως και φαγητό. Η συνάντησή μας για την επιστροφή έγινε στο πάρκινγκ, μπροστά στον αρχαιολογικό χώρο του ρωμαϊκού forumκαι της παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Στη Β. Α. γωνία του forum βρίσκεται το ρωμαϊκό ωδείο-βουλευτήριο της πόλης, από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.

Με θλίψη αφήσαμε την όμορφη πόλη, δίνοντας και σε αυτήν την ίδια υπόσχεση που δώσαμε και στην πρωτεύουσα, και φύγαμε για Σαντάνσκι, όπου φτάσαμε σε 4,5 περίπου ώρες!

Τετάρτη, 17/8, ημέρα επιστροφής στα ... πάτρια και, αφού φορτώσαμε αποσκευές και εαυτούς στο πούλμαν, αναχωρήσαμε για το κοντινό στο Σαντάνσκι ιστορικό Μέλνικ ( Μελένοικο άλλοτε). Παραμείναμε εδώ για μια ώρα και κάτι, κάνοντας βόλτες στο γραφικό χωριό με τα ωραία σπίτια των εμπόρων κρασιού κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, κοντά στο ποτάμι ή στις πλαγιές των λόφων ψηλά και τα λιλλιπούτεια σχεδόν ταβερνάκια, ανηφορίζοντας ως το αρχοντικό Κορδόπουλου και τις αμμώδεις πυραμίδες λίγο πιο πάνω, αγοράζοντας το περίφημο κρασί από τα μικρά μαγαζάκια ή από το Οινοποιείο Μανόλεφ και άλλα ενθύμια. Το αρχοντικό Κορδόπουλου ( 1754 ) παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τον σημερινό επισκέπτη, μια και του δίνει μια πολύ καλή εικόνα της ζωής μιας αρχοντικής οικογένειας της εποχής της ακμής. Εντυπωσιακά τα ωραία επιπλωμένα και σε οθωμανικό στιλ διακοσμημένα δωμάτια, οι ξύλινες οροφές, οι μυστικές κρύπτες, τα λαβυρινθώδη κελάρια του, το ηλιακό ρολόι στην ταράτσα και η θέα, φυσικά, που προσφέρει τόσο προς τους αμμόλοφους, όσο και προς το υπόλοιπο χωριό. Σήμερα στο ισόγειο λειτουργεί και ταβέρνα. Δίπλα στο αρχοντικό η κατεστραμμένη από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας.

Στο κέντρο του χωριού υπάρχει ένα άλλο ενδιαφέρον κτήριο, το χαμάμ, ένα χαριτωμένο μικρό λουτρό, σε στιλ του 18ου αι.

Φύγαμε για τα σύνορα, όπου η διαδικασία ολοκληρώθηκε πολύ σύντομα κι έτσι βρεθήκαμε πάλι στην Ελλάδα. Κάναμε μια μεγαλύτερη στάση για φαγητό στον Κορινό και μια μικρότερη προς τη Λαμία και φτάσαμε νωρίς στη Νίκαια, γύρω στις 8:30 μ.μ., με τη σκέψη μας ακόμη στο ταξίδι στη “ γειτόνισσά ” μας, τόσο δική μας αλλά και τόσο άγνωστη σε μεγάλο μέρος της. Γι΄αυτό και η υπόσχεση που της δώσαμε να ξαναγυρίσουμε σύντομα...