Ξεκινήσαμε το Σάββατο, 28/5, με ένα 62άρι πούλμαν από τη Νίκαια, παραλάβαμε αρκετούς και από το Αιγάλεω και, αφού κάναμε στάση για τα απαραίτητα στην «Αλέα», συνεχίσαμε για Βλαχέρνα, Λάδωνα και Ερύμανθο ποταμό, δρυοδάσος Φολόης. Στις ανατολικές υπώρειες του όρους της Φολόης, του βουνού των Κενταύρων, σύμφωνα με τη μυθολογία, βρίσκεται η Νεμούτα, ένα χωριό του νομού Ηλείας, από το οποίο ξεκινήσαμε τη διάσχιση του φαραγγιού του Χαρατσαρίου με τους καταρράκτες. Το ονόμασαν έτσι, γιατί ήταν βασικό μονοπάτι - πέρασμα για την είσπραξη του χαρατσίου, όπου ο Δρίβας, πρωτοπαλίκαρο επί τουρκοκρατίας, σκότωσε τον φοροεισπράκτορα. Να πώς περιγράφει ο αρχηγός μας το πέρασμα από τους τρεις μεγαλύτερους καταρράκτες του που είναι και οι πιο εντυπωσιακοί.

«Φτάνοντας στην πλατεία του χωριού μας καλωσόρισαν οι φίλοι μας, ο Νίκος, ο Νότης και ο Παναγιώτης και, αφού ετοιμαστήκαμε και χωριστήκαμε σε δυο ομάδες,  ξεκινήσαμε για την εξερεύνηση του φαραγγιού. Επειδή δεν είχαμε αρκετό χρόνο, η πρώτη ομάδα ακολούθησε τη σύντομη διαδρομή για την προσέγγιση του φαραγγιού, ενώ η δεύτερη θα ακολουθούσε το χωματόδρομο κάνοντας ένα μικρό κύκλο.Ξεκινήσαμε από την πλατεία, πήραμε δεξιά ένα κατηφορικό χωματόδρομο και στη συνέχεια ένα μονοπάτι που οδηγούσε στο φαράγγι. Όσο κατηφορίζουμε προς τα έγκατα του φαραγγιού η βλάστηση αρχίζει να οργιάζει. Βρίσκουμε τα πρώτα τρεχούμενα νερά και κατεβαίνοντας μια  απότομη κατηφόρα βρισκόμαστε μπροστά στον πρώτο καταρράκτη, της ΜΠΑΡΟΥΤΟΣΠΗΛΙΑΣ. Είναι  χωμένος στη σχισμάδα ενός βράχου, κρυμμένος από τα ανθρώπινα βλέμματα, καταφύγιο των κλεφτών και των αρματολών της περιοχής, οι οποίοι σ’ εκείνο το σημείο έκρυβαν τα πυρομαχικά τους στον μεγάλο αγώνα του 1821. Αφού απολαύσαμε τη θέα και φωτογραφηθήκαμε, επιστρέψαμε στο βασικό μονοπάτι.

 Το μονοπάτι οδηγεί στον δεύτερο καταρράκτη , ΤΑ ΧΩΝΙΑ. Όπως πλησιάζουμε,  ακούγεται ο ήχος του νερού που πέφτει από ψηλά, καθώς και οι φωνές έκπληξης και θαυμασμού όσων τον αντικρίζουν. Μια υδάτινη κουρτίνα ξεπηδώντας από μεγάλο ύψος  απλώνεται μπροστά μας προσφέροντας ένα μοναδικό θέαμα. Ακριβώς δίπλα και αριστερά, μέσα από ένα άνοιγμα, ένας δεύτερος μικρότερος καταρράκτης. Από τη συνεχή ροή και την εναπόθεση των αλάτων έχει σχηματισθεί μια κολόνα πορφυρού χρώματος. Μια μικρή στάση και εδώ βγάζοντας φωτογραφίες, παίζοντας με τα νερά που σκορπίζουν ολόγυρα σταγόνες με χιλιάδες αποχρώσεις και παίρνοντας μια μικρή ανάσα, για να συνεχίσουμε στον επόμενο και πιο εντυπωσιακό καταρράκτη. Επιστρέφουμε στο βασικό μονοπάτι και βρισκόμαστε πιο χαμηλά πάλι στο ‘’Ρέμα Χαρατσαρίου». Κινούμαστε για λίγο  αντίθετα με τη ροή των νερών, στα λασπωμένα στενά περάσματα υπό τη σκιά των πανύψηλων τοιχωμάτων του φαραγγιού. Κάνουμε κάποιες στροφές και ξαφνικά βρισκόμαστε μπροστά στον τρίτο και πιο εντυπωσιακό καταρράκτη, το  ΘΕΟΓΕΦΥΡΟ. Μια μικρή δυσκολία να τον προσεγγίσουμε σκαρφαλώνοντας στους τελευταίους βράχους, αλλά αυτό δεν μας πτοεί και φτάνουμε ακριβώς από κάτω. Μένουμε άφωνοι με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο υπερθέαμα, που και ο καλύτερος σκηνοθέτης δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Ζούμε ένα όνειρο, ένα αριστούργημα της φύσης που ποιος ξέρει πόσους αιώνες χρειάστηκαν, για να κατασκευαστεί από τη μητέρα φύση.  Δυστυχώς τα ωραία δεν κρατούν για πολύ και, αφού βγάζουμε φωτογραφίες αφήνουμε τον καταρράκτη, γιατί ο χρόνος μας πιέζει και πρέπει να συνεχίσουμε την πορεία μας. Η μικρή ομάδα τελειώνει εδώ το οδοιπορικό της και αποσύρεται για ξεκούραση. Περνάει απέναντι  από μια σιδερένια γέφυρα στον μικρό οικισμό της Ελαίας, που είναι  χτισμένος πάνω στις όχθες του ποταμού Ερύμανθου.  Ένα ουζάκι, αναψυκτικό  ή καφεδάκι, μέχρι να έρθει το αγροτικό που θα τους  μετέφερε στην πλατεία του χωριού. Η μεγάλη ομάδα όμως είχε και συνέχεια στον παραπόταμο με το όνομα ΖΑΛΗ. Όνομα και πράγμα το ποτάμι αυτό. Οργιώδης η βλάστηση στις όχθες του, που σε κάνουν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε άλλες παραμυθένιες τοποθεσίες, στην  Αφρική  ή στον Αμαζόνιο. Περπατήσαμε μέσα στα νερά του ποταμού κόντρα στο ρεύμα και συναντήσαμε τους τρεις–τέσσερις μικρούς αλλά πανέμορφους καταρράκτες του Άη- Γιάννη. Χορτασμένοι από τα τόσα πράγματα που αντικρίσαμε μέσα σε λίγες ώρες πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Περάσαμε από μια πετρόκτιστη βρυσούλα με δροσερό νερό, όπου δροσιστήκαμε, και στη συνέχεια με το αγροτικό φτάσαμε και εμείς στο χωριό της Νεμούτας.  Η πλατεία ήταν γεμάτη με τους πεζοπόρους, αλλά και τους τουρίστες που εν τω μεταξύ  είχαν φτάσει και αυτοί και απολάμβαναν την ησυχία  του χωριού, ενώ κάποιοι άλλοι προτίμησαν να δοκιμάσουν λίγο ουζάκι.  Η ώρα όμως περνούσε και έπρεπε να ξεκινήσουμε για την επιστροφή μας. Αξίζει ένα μεγάλο « ευχαριστώ » στους ανθρώπους που ανέδειξαν αυτόν τον τόπο με τους θαυμάσιους αυτούς καταρράκτες. Εμείς σίγουρα θα ξανάρθουμε για να μοιραστούμε με όλο και περισσότερους ανθρώπους αυτή την ξεχωριστή εμπειρία.» Οι « τουρίστες » αφού άφησαν τους πεζοπόρους νωρίς το μεσημέρι στη Νεμούτα συνέχισαν για « την κοιτίδα του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού », την Αρχαία Ολυμπία, όπου ξεναγήθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο πρώτα και στο Αρχαιολογικό Μουσείο στη συνέχεια. Ο καιρός ήταν εξαιρετικός και ο ιερός χώρος γαλήνιος, ιδιαίτερα επειδή εκείνη την ώρα δεν υπήρχαν ομάδες επισκεπτών. Αρχικά έγινε από την ξεναγό μας η εισαγωγή η σχετική με την ιστορία του ιερού του Δία και με τη σταδιακή διαμόρφωση του ιερού άλσους, που έφερε το όνομα Άλτις. Η ξενάγηση ξεκίνησε από τον χώρο του γυμνασίου και της παλαίστρας, το εργαστήρι του Φειδία, περνώντας από την ιερά οδό προχώρησε στον καθαυτό ιερό χώρο με τον γιγάντιο ναό του Δία και τον παλαιότερο της Ήρας και ολοκληρώθηκε με την επίσκεψη στο Στάδιο, όπου τελούνταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ευτυχώς που η ξεναγός μας προνοούσε ώστε οι στάσεις μας να γίνονται κάτω από την παχιά σκιά των δέντρων του χώρου, για να μπορούμε έτσι να παρακολουθούμε τα λεγόμενά της χωρίς δυσανασχέτηση. Στο Μουσείο η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική, μια και εδώ οι επισκέπτες, κυρίως ξένοι μαθητές, ήταν πολλοί. Όμως η μαγεία των σημαντικότατων εκθεμάτων όλων από τον ιερό χώρο της Άλτεως και η προβολή τους με όμορφο τρόπο βοηθούσαν στο να ξεπεραστεί η όποια ενόχληση της πολυκοσμίας. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα αετωματικά γλυπτά από τον ναό του Δία, αλλά και τα λοιπά οικοδομήματα του ιερού, καθώς και τα χάλκινα, πήλινα αντικείμενα, όπλα, ειδώλια και πολλά μικρά και μεγάλα ευρήματα – αναθήματα στους λατρευόμενους εδώ θεούς. Μετά την επίσκεψη στην Ολυμπία, το πούλμαν με τους « τουρίστες » επέστρεψε στη Νεμούτα, όπου είχαν ήδη ολοκληρώσει τη μικρή διαδρομή οι πεζοπόροι, ενώ αναμένονταν και οι τελευταίοι της μεγάλης διαδρομής, οι οποίοι ανέβαιναν από το φαράγγι με αγροτικό αυτοκίνητο. Στα ταβερνάκια της Νεμούτας ήπιαμε καφέ ή αναψυκτικό, παραγγείλαμε μεζεδάκι με ουζάκι  ή τσίπουρο, φάγαμε το παγωτάκι μας και αναχωρήσαμε, όταν συγκεντρωθήκαμε όλοι, για Καλό Νερό Κυπαρισσίας.

Περάσαμε από λίμνη Αγουλινίτσας, Λουτρά Καϊάφα και φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας « Natura Club » κατά τις 8 το βράδυ. Πήραμε τα δωμάτιά μας και σε λίγη ώρα κατεβήκαμε για το δείπνο και το γλέντι. Η μουσική ζωντανή, το ρεπερτόριο των μουσικών μεγάλο και το κέφι γρήγορα ανέβασε στην « πίστα » όσους ήθελαν να χορέψουν στους παραδοσιακούς και λαïκούς ρυθμούς. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 29 Μαΐου, μετά το πρωινό μας, αναχωρήσαμε όλοι μαζί για Κυπαρισσία, Φιλιατρά, Μαραθόπολη, απ΄όπου θα παίρναμε το καραβάκι για τη νήσο Πρώτη. Από μακριά, στην Άνω Πόλη, το Κάστρο της Αρκαδιάς, που κοσμεί την κορυφή του λόφου πάνω από την Κυπαρισσία, φάνταζε εντυπωσιακό στα πρωινά χρώματα και ο « Πύργος του Άιφελ » των Φιλιατρών, το ορειχάλκινο ομοίωμα που φιλοτεχνήθηκε με δαπάνη ομογενούς τον περασμένο αιώνα, κέντρισε πράγματι την περιέργεια όλων μας. Ο καπταν – Γιάννης που μας περίμενε ήδη στο λιμάνι μάς βοήθησε να επιβιβαστούμε στο καϊκάκι του ΛΑΜΠΡΟΣ Ι. και σύντομα αποπλέαμε για το νησί αυτό που λιγοστοί γνωρίζουν και επισκέπτονται. Καθώς απομακρυνόμαστε, απέναντι και ψηλά φαίνονταν οι Γαργαλιάνοι, σπουδαίο κέντρο παραγωγής σταφίδας μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, πατρίδα του μακεδονομάχου Τέλλου Άγρα αλλά και του Σπύρο Άγκνιου. Η κωμόπολη αυτή έχει επίνειο τη Μαραθόπολη.

Μετά από ένα 20λεπτο περίπου προσεγγίσαμε το νησί, που παλιά αποτελούσε ορμητήριο πειρατών και ναυτικό καταφύγιο. Το μήκος του είναι περί τα 3 χλμ. και θυμίζει μισοβυθισμένο κροκόδειλο ή γενικά ερπετό. Από μακριά ο Γιάννης μας έδειξε τα ερείπια του τείχους των Αθηναίων και τον κυκλοτερή πύργο που σώζεται σε ικανό ύψος, την παραλία Βουρλιά και το μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου. Πλησιάζοντας στην παραλία μάς έκανε ένα γύρο πάνω από το ναυάγιο του βυθισμένου από Ιταλούς εμπορικού πλοίου στα χρόνια του Β΄Παγκ.Πολέμου. Κάποια σημεία του σκάφους μάλιστα είναι πολύ κοντά στην επιφάνεια. Δέσαμε στη μοναδικού κάλλους αμμουδιά της Βουρλιάς, κατεβήκαμε με τη σκαλίτσα του πλοιαρίου και οι πεζοπόροι άρχισαν να ετοιμάζονται για την «ανάβαση» και την εξερεύνηση της νήσου. Πολλοί προτίμησαν να μείνουν στη μικρή και όχι τόσο φιλόξενη, λόγω έλλειψης οποιασδήποτε σκιάς, παραλία και να απολαύσουν αρκετά το μπάνιο τους και τον ήλιο. Είναι εξάλλου η μοναδική παραλία του νησιού για μπάνιο, που στο υπόλοιπο τμήμα των ακτών του είναι βραχώδες και απότομο. Η ανάβαση γινόταν ανάμεσα από σκίνους, γκορτσιές, αγριελιές, κουτσουπιές και διάφορους θάμνους και το μόλις την προηγούμενη μέρα σηματοδοτημένο από τον καπετάνιο μας μονοπάτι οδήγησε σύντομα τους πεζοπόρους στο πίσω μέρος του νησιού με τις γλαροφωλιές στα βράχια και τα μικρά γλαρόνια που κρύβονταν κάτω από θαμνάκια και νόμιζαν πως κανείς δεν θα τα ανακάλυπτε… Σειρά είχε το αρχαίο τείχος, ακρόπολη των κλασικών χρόνων μάλλον, με τετράγωνους πύργους, χτισμένο κατά το ισοδομικό σύστημα. Ο κυκλικός πύργος μοιάζει αρχαιότερος του τείχους και ίσως ανήκει στη μυκηναϊκή εποχή. Κάναμε τον γύρο του τείχους, φωτογραφηθήκαμε όλοι μαζί στο κολονάκι της κορφής του λόφου της ακρόπολης και αρχίσαμε την κατάβαση. Κάποιοι έφτασαν ως το μοναστήρι, αλλά, όπως γνωρίζαμε εκ των προτέρων, ήταν κλειστό. Το επισκέπτονται πολλοί πιστοί στις 2 γιορτές του κάθε χρόνο, στις 23 Αυγούστου και στις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα της εύρεσης της εικόνας της Παναγίας Γοργοπηγής, το 1832. Αφού έκαναν και οι πεζοπόροι το μπάνιο τους στα δροσερά νερά της Βουρλιάς, την ώρα που αναχωρούσαν από την παραλία μαθητευόμενοι δύτες, Έλληνες και ξένοι, επιβιβαστήκαμε ξανά στο πλοιάριο. Ο Γιάννης μας οδήγησε στη θέση « Γραμμένο », όπου, όπως μας εξήγησε και μας έδειξε από κοντά πλησιάζοντας αρκετά με το σκάφος του, υπάρχουν 30 περίπου επιγραφές ευπλοίας από τη μετακλασική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή. Οι επιγραφές αυτές εκφράζουν στους θεούς την επιθυμία των ναυτιλλομένων να σωθούν από την τρικυμία και να έχουν καλό ταξίδι στη συνέχεια. Μας έδειξε επίσης τη « Σπηλιά της φώκιας » χαμηλά κάτω στα βράχια και το μοναστήρι της Γοργοπηγής, καθώς και τις σπηλιές των αρχαίων Αθηναίων ψηλά στους βράχους, που χρησιμοποίησαν το νησί αυτό στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως και τη Σφακτηρία εξάλλου.

Επιστρέψαμε στη Μαραθόπολη, όπου παραμείναμε ένα δίωρο περίπου για φαγητό και βόλτες. Όμορφο και μικρό το χωριουδάκι και με αρκετές ταβερνούλες δίπλα στη θάλασσα, χαριτωμένο και το λιμανάκι που διαθέτει.

Αναχωρήσαμε για Νίκαια το απογευματάκι, μέσω Δώριου, Μεγαλόπολης, Τρίπολης, μετά την οποία κάναμε τη συνήθη στάση μας για τα « απαραίτητα », ώστε να επιστρέψουμε « ανακουφισμένοι » και χαλαροί στη βάση μας, με τις μπαταρίες μας γεμάτες για την ερχόμενη εβδομάδα.