Την Κυριακή 17 Απριλίου, ξεκινήσαμε με 2 πούλμαν από τη Νίκαια στις 7:15 και στις 7:30 παραλάβαμε από το Αιγάλεω τους υπόλοιπους φίλους μας . Μετά από μια ημίωρη στάση στο Αρτεμίσιο πήραμε το δρόμο για Μαντίνεια, Κάψια, Λεβίδι, όπου έτυχε να βρεθούμε την ώρα που θα άρχιζε ο εορτασμός των « Στριφτομπόλειων », προς τιμήν του ντόπιου οπλαρχηγού του ΄21 Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Το άγαλμά του στολίζει την κεντρική πλατεία του χωριού, μαζί με την προτομή του επίσης ντόπιου Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Μπροστά μας είχαμε ήδη το ελατοβριθές Μαίναλο με την πιο ψηλή κορφή του, την Οστρακίνα, στα 1980 μ. και σε μια διασταύρωση είδαμε και την πινακίδα που έδειχνε προς το Χιονοδρομικό Κέντρο. Περάσαμε από την όμορφη και πολυσύχναστη Βυτίνα, όπου αφήσαμε  τους λιγοστούς «τουρίστες» μας για μια 2ωρη περιήγηση, και σε λίγη ώρα φτάναμε στα Μαγούλιανα. Αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε, 70 περίπου άτομα, για τη μικρή και μεγάλη πεζοπορία, ανηφορίζοντας την άσφαλτο, που οδηγούσε έξω από το γραφικό και πανέμορφο χωριό, τη θέα προς το οποίο απολαμβάναμε από ψηλά για αρκετή ώρα.

Ακολουθώντας το « πράσινο μονοπάτι », αφήνοντας πίσω μας τα ξωκλήσια της Αγ. Παρασκευής και των Αγ. Πάντων, φτάσαμε στο «Σανατόριο της Μάνας», εγκαταλειμμένο από τη δεκαετία του 1950, κτίσμα των αρχών του 20ού αι. Το έκτισε η Άννα Παπαδοπούλου, η αδερφή του Παύλου Μελά, με χρήματα που συγκέντρωσε από εράνους, και προοριζόταν για τους φυματικούς φαντάρους. Γι΄αυτό και η Άννα πήρε το προσωνύμιο « η μάνα του Στρατιώτη ». Συνεχίσαμε την πορεία μας μέσα στα έλατα ως την περιοχή του Αγ. Μάμα, όπου συναντήσαμε ένα ωραίο «καταφύγιο», που δουλεύει το καλοκαίρι ως κατασκήνωση με δεντρόσπιτα, τσαρδάκια και άλλες εγκαταστάσεις και χώρους, για να απολαμβάνουν τα παιδιά το δάσος.Αφού ήπιαμε δροσερό νερό και  ξεκουραστήκαμε λίγο, συνεχίσαμε ως την άσφαλτο, όπου και μας παρέλαβε το πούλμαν. Μας έφερε στο σημείο, απ΄όπου θα ξεκινούσε το 2ο κομμάτι της πεζοπορίας, στο πλάι του Λούσιου ως τις πηγές του, λίγο πιο πάνω από χωριό Καλονέρι. Επειδή όμως είχε περάσει ήδη η ώρα και ο ήλιος έκαιγε, αυτή την πορεία έκαναν τελικά οι πιο γρήγοροι μόνο και όσοι είχαν ακολουθήσει τη μεγάλη διαδρομή επίσης. Περπάτησαν δίπλα στο ποτάμι μέσα από λιβάδια και κήπους με οπωροφόρα δέντρα, κυρίως μηλιές, που αυτό τον καιρό ήταν ανθοστόλιστες σαν «νυφούλες». Συνάντησαν αρκετά κοπάδια, με τα αρνάκια και τα κατσικάκια να παίζουν στο χορτάρι και κατέληξαν στις πηγές του Λούσιου ποταμού. Οι υπόλοιποι έφτασαν νωρίτερα στις πηγές του Λούσιου με το πούλμαν, δοκίμασαν το νερό που αναβλύζει κάτω από τη σύγχρονη εκκλησία της Αγ.Παρασκευής σε στρογγυλές γούρνες, χαμηλά στο έδαφος, έβγαλαν φωτογραφίες και περπάτησαν για λίγη ώρα στη γύρω περιοχή. Σύμφωνα με τον μύθο, όποιος πιει νερό από τις πηγές εμπνέεται από τους θεούς και αυξάνονται οι ερωτικές του επιδόσεις.

Ένα πούλμαν γεμάτο  αναχώρησε σε λίγο από τις πηγές  για τα Λαγκάδια, που είναι κτισμένα σε υψόμετρο 900 μ., στις κατάφυτες πλαγιές του Μαινάλου, πάνω από μια απότομη και βαθιά ρεματιά, γεμάτη με καρυδιές, πλατάνια και τρεχούμενα νερά. Σε μιάμιση ώρα περίπου είχαν φτάσει εκεί και οι ορειβάτες, οι οποίοι, αφού έμειναν για λίγο στις πηγές, επιβιβάστηκαν στο έτερο πούλμαν και έφτασαν στο « κρεμαστό χωριό της Πελοποννήσου », όπως αποκαλείται από παλιά η γραφικότατη αρκαδική κωμόπολη, το πέτρινο αυτό κομψοτέχνημα. Τα σπίτια του χωριού κοιτάζουν τη ρεματιά κτισμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά από τους περίφημους Λαγκαδιανούς μαστόρους, που απλώθηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα, για να κτίσουν, εκτός από σπίτια, γέφυρες, εκκλησίες, σχολεία. Η κεντρική πλατεία του χωριού στέκει ακριβώς στο χείλος της ρεματιάς, είναι γεμάτη από πλατάνια και κοσμείται από τα αγάλματα του Θ. Δεληγιάννη, πρωθυπουργού άλλοτε της χώρας μας, και του ευεργέτη Κυριακόπουλου. Η στήλη των πεσόντων, στην πλατεία των Ηρώων, επίσης μνημονεύει τη μεγάλη συμμετοχή των Λαγκαδιανών στους εθνικούς αγώνες. Στο πάνω μέρος του χωριού, την Πάνω Γειτονιά, μοναδική σε γραφικότητα, βρίσκονται το ιστορικό σπίτι των Δεληγιανναίων και το πετρόκτιστο σχολείο του 1868, ενώ στις άλλες γειτονιές αξιοθέατα αποτελούν τα πετρόκτιστα καμπαναριά και οι εκκλησιές.

Καθίσαμε για φαγητό σε κάποια ταβέρνα, καφέ ή γλυκό, κάναμε βόλτες στο χωριό, αγοράσαμε κάποια τοπικά προϊόντα ( γλυκά, υφαντά, ξύλινα αντικείμενα ) και αναχωρήσαμε για Νίκαια στις 6, όπου φτάσαμε μετά από μια σύντομη στάση στο Σπαθοβούνι.