Κυριακή, 6 Μαρτίου, τελευταία Κυριακή ελεύθερης εισόδου στα Μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, ξεκινήσαμε με ένα πούλμαν για την Αρχαία Κόρινθο, όπου μας περίμενε η τοπική ξεναγός. Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, ήπιαμε ένα καφεδάκι και μπήκαμε στον αρχαιολογικό χώρο. Μετά από μια σύντομη εισαγωγή σχετική με την αρχαία πόλη-κράτος της Κορίνθου προχωρήσαμε προς την Κρήνη της Γλαύκης, της άτυχης ερωμένης του Ιάσονα που γνώρισε την τρομερή εκδίκηση της μάγισσας Μήδειας. Έπειτα πλησιάσαμε τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα, του 6ου αι. π.Χ., όπου παραμείναμε περισσότερη ώρα, θαυμάζοντας τους 7 σωζόμενους όρθιους μονολιθικούς κίονες από τοπική πέτρα, το έμβλημα της Αρχαίας Κορίνθου.

Σε λίγο βρισκόμαστε στην αυλή του Μουσείου, τη γεμάτη με γλυπτά ρωμαϊκής κυρίως εποχής ( ανδριάντες αυτοκρατόρων και αρχόντων, σαρκοφάγους κ. ά ), όπου η ξεναγός μας μάς ενημέρωσε γενικά για τα εκθέματα μέσα στις αίθουσες. Περιηγηθήκαμε αρχικά στην πολύ ενδιαφέρουσα αίθουσα με τα ευρήματα από το Ασκληπιείο της πόλης, πήλινα κυρίως αναθήματα των ασθενών ( πάσχοντα μέλη του σώματος ). Στις λοιπές αίθουσες θαυμάσαμε υπέροχα δείγματα κορινθιακής κεραμικής τέχνης, όμορφα ψηφιδωτά, γλυπτά έργα, αρχιτεκτονικά μέλη από κτίσματα της αρχαίας πόλης.

Βγήκαμε από το Μουσείο και κάναμε τη βόλτα μας στην Αρχαία Αγορά, στο κέντρο του αρχαιολογικού χώρου,  με την περίφημη Κρήνη ( Κάτω ) Πειρήνη, που ακόμα έχει νερό.

Κάναμε μια στάση μπροστά στο Βήμα του Αποστόλου Παύλου και ξαποσταίνοντας για λίγο κάτω από τη σκιά ενός δέντρου ακούσαμε από την ξεναγό μας τη σχετική με τον «Απόστολο των Εθνών» ιστορία.  Ακολουθώντας τη μαρμαρόστρωτη Οδό Λεχαίου και φανταζόμενοι τη μεγαλειώδη κάποτε εικόνα της ρωμαϊκής πόλης (ερείπια της οποίας κυρίως βλέπει σήμερα ο επισκέπτης) βγήκαμε από την ξεχωριστή έξοδο που διαθέτει ο αρχαιολογικός χώρος. Αφού ρίξαμε και μια γρήγορη ματιά στο Ρωμαϊκό Ωδείο και το Αρχαίο Θέατρο της πόλης, εκτός του αρχαιολογικού χώρου μπήκαμε στο πούλμαν και πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για τον Ακροκόρινθο.

Περάσαμε τις 3 επιβλητικές Πύλες που οδηγούν στο Κάστρο του λόφου που για πρώτη φορά οχυρώθηκε τον 6ο αι. π.Χ. από τον Περίανδρο, τον τύραννο της Κορίνθου, και βρεθήκαμε  μέσα στην καστροπολιτεία, όπου βλέπει κανείς ίχνη από διάφορες εποχές, την αρχαία, τη βυζαντινή, τη μεσαιωνική, την τουρκοκρατούμενη αλλά και τη σύγχρονη. Έτσι εντύπωση μας έκανε η συνύπαρξη των ερειπίων από τα τούρκικα τζαμιά με τους μισογκρεμισμένους μιναρέδες τους, της ερειπωμένης βασιλικής από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, της βυζαντινής δεξαμενής, του ιερού της Αφροδίτης και της Κρήνης Άνω Πειρήνης ( ή Δραγονέρας ) σε ψηλότερο επίπεδο με το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου, κοντά στην 3η πύλη του Κάστρου. Κάποιοι « γενναίοι» ανηφόρισαν ως τον μεσαιωνικό «Φράγκικο» πύργο, ενώ οι περισσότεροι παρέμειναν στο καταπράσινο « άνδηρο», όπου είχε δημιουργηθεί η τουρκική συνοικία. Απολαύσαμε τη μοναδική θέα και από την ταράτσα των πυλώνων της 3ης Πύλης και, αφού φωτογραφίσαμε και φωτογραφηθήκαμε, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε με προσοχή το γλιστερό μονοπάτι προς την έξοδο.

Επιστρέψαμε σε μια ώρα στο χώρο στάθμευσης, απ΄όπου ξεκίνησαν οι δύο διαδρομές των πέντε και τριών ωρών αντίστοιχα. Η μεγάλη διαδρομή ξεκίνησε με την ανάβαση στο απέναντι κάστρο το Πεντεσκούφι. Φτάνοντας στο μικρό καστράκι θαυμάσαμε τη θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο και τον Ακροκόρινθο. Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε  προς το χωριό Πεντεσκούφι  κατεβαίνοντας ένα κλειστό μονοπάτι που, από τη μη χρησιμοποίησή του τα τελευταία χρόνια, είχε κλείσει με θάμνους και αγκάθια. Κάποια στιγμή φτάσαμε στο χωματόδρομο που οδηγεί στο χωριό. Από εκεί συνεχίσαμε άλλοτε σε χωματόδρομους και άλλοτε μέσα από τα χωράφια και μονοπάτια για τον Άγιο Νικόλαο. Στο δρόμο συναντήσαμε και τη δεύτερη ομάδα πεζοπόρων και  όλοι μαζί κατευθυνθήκαμε προς το μοναστήρι. Φτάνοντας στο μοναστήρι ήταν ήδη μεσημέρι και οι καλόγεροι ξεκουράζονταν και ήταν κλειστό, με αποτέλεσμα  να το δούμε μόνο εξωτερικά. Μετά από λίγη ώρα, αφού ξεκουραστήκαμε, ήλθε και μας πήρε το πούλμαν.

Οι λιγοστοί « τουρίστες» επιβιβάστηκαν στο πούλμαν και κατευθύνθηκαν προς το Χιλιομόδι, όπου γευμάτισαν, μάζεψαν χόρτα και έκαναν βόλτες ως την ώρα που έλαβαν ειδοποίηση για την παραλαβή των πεζοπόρων στη Μονή του Αγ. Νικολάου, πάνω από το χωριό Μαψός.  Ο ήλιος, που δεν αστειευόταν από το πρωί,  τους είχε ανάψει τα πρόσωπα, αλλά είχαν ευχαριστηθεί τη διαδρομή, απ΄ό,τι φαινόταν. Όλοι μαζί πήγαμε στο εγκαταλειμμένο πλέον μοναστηράκι της Παλαιάς Φανερωμένης Χιλιομοδίου, το καθολικό του οποίου άλλοι χρονολογούν στον 11ο και άλλοι στον 13ο αι. Πραγματικό πολύ συμπαθητικό το εκκλησάκι, μικρός ο εσωτερικός χώρος του αλλά κατάμεστος από τοιχογραφίες, μαγευτική και η τοποθεσία που επελέγη για το χτίσιμό του και με θέα μάλιστα προς τον Κορινθιακό. Ερείπια από την τράπεζα , τα κελιά, τις αποθήκες και τα λουτρά του μοναστηριού μαρτυρούν ότι κάποτε γνώρισε δόξες το μοναστηράκι αυτό.

Φύγαμε έπειτα, περνώντας από το σημείο όπου το μνημείο του «Τουρκοφάγου» Νικηταρά, για τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης. Εδώ οι πεζοπόροι γευμάτισαν και όσοι ήθελαν ήπιαν καφέ ή έφαγαν κάποιο γλυκό, ενώ δυο « τολμηροί » κολύμπησαν κιόλας στα αρκετά δροσερά νερά.

Αναχωρήσαμε στις 6 το απόγευμα για τη Νίκαια αποχαιρετώντας από μακριά τον «λεβέντικο» και περήφανο όγκο του Ακροκορίνθου με το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Στον Ακροκόρινθο»,  απ΄όπου στα 1210 έπεσε ο τελευταίος Ελληναμύντωρ Λέων Σγουρός, το παλικάρι τ΄Αναπλιού, όταν το Κάστρο έπεφτε στα χέρια των Φράγκων, κάτι που κατάφεραν με τη βοήθεια που πρόσφερε το μικρό του αδερφάκι,  το γειτονικό Πεντεσκούφι.