Με σχετικά καλό καιρό ξεκινήσαμε από τη Νίκαια το Σάββατο, 2 Ιανουαρίου, στις 7 το πρωί και, αφού παραλάβαμε πολλούς φίλους κι από το μετρό του Αιγάλεω, και τα 3 πούλμαν πήραν την Εθνική Αθηνών –Λαμίας. Κάναμε μια σύντομη στάση για καφέ, σνακ, τουαλέτα και περνώντας απ΄έξω από τη Λαμία, το μεσαιωνικό κάστρο της οποίας ξεχώριζε από μακριά, ψηλά πάνω στο λόφο, συνεχίσαμε μέχρι τα Τέμπη. Κατεβήκαμε από την υπόγεια διάβαση, περάσαμε την κρεμαστή γέφυρα προς την Αγ. Παρασκευή και καταλήξαμε στα παγκάκια που υπάρχουν στο χώρο για την προσφορά του κρύου γεύματος, του συνηθισμένου από το « Φυσιολάτρη ». Το κρύο ήταν δυνατό, αλλά η διάθεση πολύ καλή από όλους. Όσοι πρόλαβαν επισκέφθηκαν το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής, στο σημείο όπου συνελήφθη από τους διώκτες της Ρωμαίους, και έκαναν μικρά ψώνια από τα μαγαζάκια που βρίσκονται στην έξοδο από την υπόγεια διάβαση. Φύγαμε για Πλαταμώνα, με το περήφανο κάστρο της Φραγκοκρατίας πολύ κοντά στο δρόμο, Κατερίνη και Θεσσαλονίκη έπειτα, όπου μας περίμεναν 3 ξεναγοί, μία για κάθε πούλμαν. Κατευθυνθήκαμε πρώτα προς τον Λευκό Πύργο, όπου κατεβήκαμε, ακούσαμε την ιστορία του, φωτογραφηθήκαμε, την ώρα εκείνη που πλησίαζε το δειλινό και όλος ο κόσμος έκανε τη βόλτα του στην πλατιά και τεράστια προκυμαία. Έπειτα, περνώντας με το πούλμαν από τις μεγάλες λεωφόρους της πόλης, θαυμάσαμε την Αψίδα ( Καμάρα ) και τα Ανάκτορα του Γαλέριου και άλλα μνημεία, όπως η περίφημη Ροτόντα, η Αχειροποίητος, η ρωμαϊκή Αγορά. Σταματήσαμε στον πολιούχο Άγιο Δημήτριο, συγκεντρωθήκαμε στην αυλή και ενημερωθήκαμε πρώτα γενικά για την πολύπαθη εκκλησία, μπήκαμε μέσα έπειτα, πήραμε φωτογραφίες και βγήκαμε, για να επιβιβαστούμε ξανά στο πούλμαν. Η 3η και τελευταία μας στάση έγινε ψηλά στα βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης, στο Επταπύργιο, απ΄όπου η θέα είναι πανοραμική.  

Μικρή η περιήγηση, αλλά ο χρόνος δεν αρκούσε για μεγαλύτερη παραμονή στη μαγευτική συμπρωτεύουσα, κι έτσι αναχωρήσαμε μετά το πέρας της ξενάγησης για Ξάνθη. Ο δρόμος μέσω Εγνατίας μας φάνηκε σύντομος και σχεδόν δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στην Καβάλα, που φάνταζε από ψηλά μια τεράστια φωταγωγημένη πόλη, στην οποία διακρινόταν το παλιό τμήμα της, ο λόφος της Παναγίας. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας, πάνω στην Εθνική Καβάλας – Ξάνθης, γύρω στο 1 χλμ. έξω από την πόλη της Ξάνθης, την ώρα σχεδόν του δείπνου και γι΄αυτό οι περισσότεροι πήραμε αργότερα τα δωμάτιά μας και πήγαμε αμέσως μετά για ξεκούραση.

Ήδη από την ώρα του δείπνου είχε αποφασιστεί να αλλάξουμε τη μέρα επίσκεψης στην Αδριανούπολη κι έτσι κάναμε τις απαραίτητες προετοιμασίες αποβραδίς, γιατί στις 8 το πρωί θα έπρεπε να αναχωρήσουμε για τα σύνορα στις Καστανιές. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, Κυριακή, 3 Ιανουαρίου, κατά τις 8, μετά το πρωινό μας κι, ενώ έξω ψιλοχιόνιζε ήδη, για Αλεξανδρούπολη, Σουφλί, Διδυμότειχο, Ορεστιάδα, Καστανιές. Ο έλεγχος στα ελληνικά σύνορα ήταν τυπικός και ξεμπερδέψαμε σχετικά γρήγορα, αλλά τα κωλύματα ήταν πολλά στα τουρκικά και η καθυστέρηση μεγάλη. Είχε περάσει μιάμιση ώρα και είχε ελεγχθεί και περάσει μόνο το ένα πούλμαν και θα μας έπαιρνε περισσότερο από τρεις ώρες για την είσοδό μας στην Τουρκία. Ο κόσμος αγανάκτησε να περιμένει τον ένα αστυνομικό που έδινε προτεραιότητα στα Ι.Χ. και άφηνε τα πούλμαν στο « περίμενε » και έτσι αναγκαστήκαμε να φύγουμε πίσω για τη βάση μας. Μια στάση με βροχή  στην απογευματινή Αλεξανδρούπολη (Δεδέ Αγάτς παλιότερα, που σημαίνει « δέντρο του παππού»), κοντά στον ονομαστό Φάρο, μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, για καφέ, κάποιο μεζέ, ένα ποτό για μιάμιση ώρα και επιστροφή στο ξενοδοχείο μας για δείπνο, με την ελπίδα τουλάχιστον ότι θα καταφέρουμε κάποια άλλη μέρα να περάσουμε στην Τουρκία.

Δευτέρα, 4 Ιανουαρίου 2016 : Μετά το πρωινό μας φύγαμε για το Δάσος της Δαδιάς, περνώντας για άλλη μια φορά, από τη λίμνη Βιστωνίδα με τους καλαμιώνες, τις όμορφες μικρές νησίδες και τα πολλά πουλιά, που ακόμα δεν είχαν μεταναστεύσει και ξεκουράζονταν σε διάφορα σημεία της λίμνης, καθώς φαίνεται, αλλά και με τα χιλιάδες ψαρόνια που πετούσαν από πάνω μας και τα οποία πολλές φορές κάθονταν πάνω στο οδόστρωμα, με κίνδυνο της ζωής τους φυσικά. Τα πάντα χιονισμένα γύρω μας, τόσο πάνω στην οροσειρά της Ροδόπης, που είχαμε συνεχώς στα αριστερά μας, όσο και προς τη θάλασσα, στα δεξιά μας. Περάσαμε απ΄έξω από την Αλεξανδρούπολη, τις Φέρες ( μεσαιωνική Βήρα ) με την περίφημη μονή Κοσμοσώτειρας, που ιδρύθηκε το 1152 από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό και διαθέτει αξιόλογες τοιχογραφίες, και πολύ γρήγορα φτάσαμε στο γραφικό χωριό Δαδιά, όπου κατεβήκαμε και εξοπλιστήκαμε για λίγο περπάτημα στο πυκνό αλλά πατημένο χιόνι ως το Κέντρο Ενημέρωσης και στο φημισμένο δάσος της Δαδιάς Πρόκειται για ένα κατάφυτο, καταπράσινο και εντυπωσιακό δάσος, που γοητεύει όσους βρεθούν στα μονοπάτια του, τα περιτριγυρισμένα από πεύκα ( συναντούμε εδώ την τραχεία και τη μαύρη πεύκη ), από δρυς και άλλα πλατύφυλλα, που οδηγούν σε μαγευτικές πλαγιές. Απλώνεται ατίθασα, στο μέσο του νομού Έβρου, σε μια σειρά από υψώματα στις απολήξεις της Ροδόπης, γνωστών ως « Βουνά του Έβρου ». Βρίσκεται κοντά στον ανατολικότερο μεταναστευτικό διάδρομο πολλών ειδών ορνιθοπανίδας. Εκείνο που κάνει το δάσος της Δαδιάς να ξεχωρίζει και να θεωρείται μοναδικό είναι τα αρπακτικά πουλιά, ανάμεσα στα οποία και ο μαυρόγυπας, το επίσημα προστατευόμενο είδος και το έμβλημα του βιοτόπου. Στην περιοχή φωλιάζει ακόμα ο θαλασσαετός, το πιο σπάνιο αρπακτικό της Ελλάδας, όπως και ο βασιλαετός. Το δάσος αποτελεί επίσης καταφύγιο για πολλά θηλαστικά, ερπετά και αμφίβια.  Μαγευτικό το τοπίο ολόγυρα, άνετη η διαδρομή ως το Κέντρο, ενδιαφέρουσα η προβολή που έγινε, ωραίο και το πωλητήριο, που αρκετοί από εμάς επισκέφτηκαν, αγοράζοντας ένα καπελάκι, μπλουζάκι ή κάποιο άλλο ενθύμιο. Η ομάδα των πεζοπόρων ξεκίνησε μετά το τέλος της ενημέρωσης την πορεία ως το Παρατηρητήριο, στα 3 χλμ. από το Κέντρο. Το χιόνι που είχε πέσει τις προηγούμενες μέρες, αρκετά εκατοστά σε ύψος, έκανε το δάσος να δείχνει πανέμορφο. Η πορεία μέσα στο δάσος φανταστική και με έναν ήλιο σύμμαχο που έκανε τα πάντα γύρω να λάμπουν. Φτάνοντας στο παρατηρητήριο πουλιών σταθήκαμε πολύ τυχεροί, γιατί με τα κιάλια που είχαμε μαζί μας αλλά και με τα τηλεσκόπια της  WWF παρατηρήσαμε στον απέναντι χιονισμένο λόφο πάνω σε μια βελανιδιά ένα χρυσαετό και ένα όρνιο, με το γυμνό από πούπουλα λαιμό του και πιο αριστερά πάνω στο χιόνι έναν τεράστιο μαυρόγυπα, με άνοιγμα φτερών κοντά στα τρία μέτρα. Γέμισε το παρατηρητήριο με επιφωνήματα θαυμασμού και όλοι ήθελαν να δουν και να ξαναδούν αυτό το μοναδικό θέαμα των σπάνιων αρπακτικών με τα τηλεσκόπια. Με βαριά καρδιά, γιατί θέλαμε να μείνουμε και άλλο στο παρατηρητήριο, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πιο εύκολη η επιστροφή μας, γιατί ήταν κατηφόρα, και, φτάνοντας στο Κέντρο, φωτογραφηθήκαμε με τον όμορφο χιονάνθρωπο που έφτιαξαν κάποιοι φίλοι μας. Φτάνοντας στην πλατεία του χωριού πήραμε το πούλμαν και φύγαμε για το Διδυμότειχο, για να συναντήσουμε εκεί τους υπόλοιπους του γκρουπ που είχαν προηγηθεί.Όσοι δεν περπάτησαν στο δάσος αλλά και οι λιγοστοί « τουρίστες » που έμειναν στο χωριό σε κάποιον καφενέ και για μικρές βόλτες στα δρομάκια και επίσκεψη στην εκκλησία, συγκεντρωθήκαμε στην πλατεία του χωριού και αναχωρήσαμε για Σουφλί πρώτα, την « Πόλη του Μεταξιού ». Κάποτε καλλιεργούνταν στην περιοχή του Σουφλίου  πάρα πολλές μουριές, οι οποίες αποτελούσαν και τη μόνη τροφή του μεταξοσκώληκα. Η παραγωγή μεταξιού και οι εξαγωγές όμως μειώθηκαν με την ανακάλυψη της τεχνητής μεταξωτής ίνας. Έτσι πολλές οικοτεχνίες παραγωγής μεταξιού σταμάτησαν να λειτουργούν. Υπάρχουν όμως ακόμα  μερικές βιοτεχνίες και πολλά καταστήματα που εμπορεύονται μεταξωτά είδη.

Στο χιονισμένο Σουφλί επισκεφθήκαμε το Μουσείο Μετάξης Τσιακίρη ( διαθέτει και δεύτερο η πόλη! ) με τα πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, την αίθουσα προβολής, όπου ενημερωθήκαμε για τη σηροτροφία και τον τρόπο επεξεργασίας των ινών του μεταξιού και το σημαντικό πωλητήριο μεταξωτών ειδών, τα οποία … τιμήσαμε δεόντως. Πριν φύγουμε, δοκιμάσαμε το τσιπουράκι (για το οποίο επίσης φημίζεται το Σουφλί) και τον καβουρμά που μας κερνούσαν οι οικοδεσπότες μας. Έτσι « ζεσταμένοι » βγήκαμε πάλι έξω στο χιονισμένο Σουφλί, επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν και αναχωρήσαμε για το Διδυμότειχο. Ονομάστηκε έτσι από τα διπλά τείχη του κάστρου Καλέ, σύμφωνα με μια εκδοχή, ενώ μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι δόθηκε αυτό το όνομα λόγω των δύο αντικριστών οχυρωμένων πόλεων, της μίας στο σημερινό Καλέ και της άλλης στον απέναντι λόφο της Αγίας Πέτρας.

Ο ξεναγός μας Δημήτρης μας περίμενε πάνω στο δρόμο, μπροστά στην Αστυνομία, και μας οδήγησε μέσα από μικρά χιονισμένα πλακόστρωτα δρομάκια στην πλατεία, όπου βρίσκεται το Τέμενος του Βαγιαζήτ ( Μεχμέτ Α΄). Σταθήκαμε απέναντι από το τζαμί, που θεωρείται ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή οθωμανικά τεμένη στην Ευρώπη και εγκαινιάστηκε το 1420. Παρακολουθήσαμε την ξενάγηση, κρυώνοντας όμως αρκετά, με αποτέλεσμα να επισπεύσουμε την ξενάγηση και να καταλήξουμε στην ταβέρνα, όπου θα γευματίζαμε. Καθ΄οδόν ο ξεναγός μας μας ενημέρωσε και για το Βυζαντινό Κάστρο, από τα πιο σημαντικά κάστρα των Βαλκανίων, που δεσπόζει πάνω στο χαμηλό σχετικά λόφο, με την παλιά πόλη Καλέ ή Κάστρο και με το περίφημο Ρολόι, μπροστά στην είσοδό του, που χάρισε στο Διδυμότειχο ο Σουηδός βασιλιάς κάποτε. Ήταν ξύλινος αρχικά και ξανακτίστηκε το 1869 με πέτρα, μετά από την πυρκαγιά του 1854. Σώζονται ακόμα τα δεσμωτήρια, όπου είχε φυλακιστεί ο Σουηδός Κάρολος ΙΒ΄ το 1713 από τους Οθωμανούς.

Στην ταβέρνα αυτή κατέφθασαν κάποια στιγμή και οι περισσότεροι πεζοπόροι. Άλλοι είχαν παραμείνει στο χωριό κάνοντας βόλτες μέχρι την ώρα της αναχώρησης.

Την ώρα εκείνη του δειλινού, καθώς έπεφτε το φως της μέρας και άναβαν οι προβολείς του Κάστρου, μας προσφερόταν από μακριά μια ωραία εικόνα του φρουρού του παραμεθόριου πολύπαθου χωριού, με τους 24 κυκλικούς του πύργους να ξεχωρίζουν κατά διαστήματα. Ανάμεσά τους και ο Πύργος της Βασιλοπούλας.

Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας μέσω Εγνατίας πάλι, σε ένα 3ωρο περίπου, την ώρα του δείπνου και πήγαμε για ξεκούραση.

Στην τραπεζαρία συναντηθήκαμε και με τους φίλους που είχαν επιλέξει να παραμείνουν στην Ξάνθη τη μέρα εκείνη, για να γνωρίσουν καλύτερα την πόλη. Αρκετοί είχαν επισκεφθεί το ονομαστό Λαογραφικό Μουσείο της Ξάνθης, που φιλοξενείται σε δίδυμο παλιό αρχοντικό και ξεναγήθηκαν σ΄αυτό, μαθαίνοντας έτσι πάρα πολλά για την ιστορία της πόλης. Οι εντυπώσεις από την περιπλάνηση στα γραφικά σοκάκια και τις μικρές πλατείες της παλιάς πόλης ήταν πολλές και έντονες.

Τρίτη, 5 Ιανουαρίου: αφού πήραμε το πρωινό μας, τα 2 πούλμαν ξεκίνησαν νωρίτερα για Αδριανούπολη, ενώ το τρίτο πούλμαν έφυγε λίγο μετά για ξενάγηση στην πόλη της Ξάνθης πρώτα, και αργότερα επίσκεψη στη λίμνη Βιστωνίδα, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Αλεξανδρούπολης και στο Κέντρο Πληροφόρησης του Δέλτα του Έβρου.

Σε δύο ώρες περίπου, με τα δυο πούλμαν φτάσαμε στη γέφυρα των Κήπων, περάσαμε τον ελληνικό έλεγχο  και, αφού χαιρετίσαμε τα φανταράκια που βρισκόντουσαν στο τελευταίο φυλάκιο του Έβρου, μπήκαμε στο τελωνείο της Τουρκίας που ονομάζεται «Ipsala». Αυτή τη φορά ήμασταν περισσότερο προσεκτικοί και αποκλείσαμε τα άτομα με πρόβλημα στις ταυτότητες και περάσαμε σχετικά εύκολα τον έλεγχο με τις καινούργιες καταστάσεις που φτιάξαμε. Αλλά και πάλι «οι καλοί μας γείτονες» αποφάσισαν να περάσουν το ένα πούλμαν από ακτίνες (X-rays) και μας καθυστέρησαν πάνω από μια ώρα. Ευτυχώς - και με τη βοήθεια του ξεναγού μας αυτή τη φορά - ξεμπερδέψαμε και φύγαμε για Edirne (Ανδριανούπολη), μια διαδρομή μέσα στην Τουρκία περίπου 200χλμ. Ο καινούργιος αυτοκινητόδρομος που  περνάει από την κωμόπολη Kesan (Κεσσάνη) και παρακάμπτει την παραδοσιακή Μακριά-γέφυρα (Uzun-kopru), την μακρύτερη πέτρινη μονοκόμματη γέφυρα του κόσμου, μήκους 1270 μέτρων(!), μας έφερε πιο σύντομα στην Ανδριανούπολη. Στη διαδρομή μας περάσαμε μικρά αγροτικά χωριά, όπου ακόμα υπάρχουν τα τσιφλίκια και οι «κολλήγοι» αγρότες, μια μεγάλη έκταση με ορυζώνες και τελικά το μεσημεράκι φτάσαμε στα περίχωρα της Ανδριανούπολης.  

Η Αδριανούπολη πήρε το όνομά της από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος την ανέπτυξε, την εξωράισε, μια και βρισκόταν σε κομβικό σημείο για το εμπόριο Ανατολής-Δύσης. Γι΄αυτό το λόγο άλλωστε έγινε στόχος πολλών κατακτητών, όπως ήταν οι Σταυροφόροι, οι Οθωμανοί έπειτα με το Σουλτάνο Μουράτ Α΄, ο οποίος μάλιστα την ανακήρυξε πρωτεύουσα του κράτους του με το όνομα Εντιρνέ. Τη δόξα αυτή διατήρησε ως το 1453, οπότε πρωτεύουσα κατέστη η Κων/πολη. Μετά την Ελληνική Επανάσταση η πόλη πέρασε για λίγο στα χέρια των Ρώσων, ενώ παρέμεινε στους Τούρκους ως τους Βαλκανικούς, οπότε οι Μεγάλες Δυνάμεις την παραχώρησαν στους Βουλγάρους. Όμως έγινε ελληνική για ένα μικρό διάστημα μεταξύ της Συνθήκης των Σεβρών ( 1920 ) και του τέλους της Μικρασιατικής Εκστρατείας ( 1922 ). Με τη Συνθήκη της Λωζάνης όμως επιδικάστηκε τελικά πάλι στους Τούρκους.

 

Παρά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1751, η πόλη φημίζεται και σήμερα για τα πολλά τζαμιά, τους τρούλους, τους μιναρέδες, τις γέφυρες, τους μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία), τα νοσοκομεία, τις σκεπαστές αγορές και τα σεράγια ( παλάτια ) της οθωμανικής εποχής, με τα οποία φρόντισαν να τη στολίσουν οι κατά καιρούς διάφοροι Σουλτάνοι.

Σήμερα, το γεγονός πως προτιμάται ελάχιστα από τουρίστες έχει βοηθήσει στο να διατηρηθεί ο παραδοσιακός χαρακτήρας της. Είναι μια πόλη που προσελκύει τους λίγους που την επισκέπτονται, για να θαυμάσουν τα όμορφα τζαμιά, τις κλειστές αγορές και τις γέφυρες. Ο πληθυσμός της πόλης είναι περίπου 170.000 κάτοικοι. Βρίσκεται στο ευρωπαϊκό τμήμα της χώρας, κοντά στη συμβολή τριών ποταμών, του Άρδα, του Τούντζα και του Μαρίτσα, απέχοντας 5 χλμ. από ελληνοτουρκικά σύνορα. Εξυπηρετείται από ένα πυκνό οδικό δίκτυο που τη συνδέει με την Κωνσταντινούπολη και την κεντρική Ευρώπη. Είναι σπουδαίο γεωργικό και κτηνοτροφικό κέντρο, όπου συγκεντρώνονται προϊόντα από την εύφορη θρακική παραλιακή πεδιάδα: φρούτα, κρασιά, τυριά κ.α. Η βιομηχανία της περιλαμβάνει εργοστάσια παρασκευής μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων, σαπουνιού, και επεξεργασίας δερμάτινων ειδών. Πρώτος σταθμός μας στα βορειοδυτικά προάστια της Αδριανούπολης, για να βρεθούμε στο περίφημο Μουσείο της Ιατρικής (Saglik Muzesi), με είσοδο 5 τουρκικές λίρες, περίπου 2 ευρώ. Στεγάζεται σε μια πτέρυγα ενός καλοδιατηρημένου συγκροτήματος κτιρίων, που έχει επίκεντρο ένα επιβλητικό τζαμί, και το οποίο χτίστηκε από τον σουλτάνο Βαγιαζίτ Β΄ την περίοδο 1484-1488. Το συγκρότημα περιλάμβανε πανεπιστημιακό τμήμα, νοσοκομείο και κέντρο ψυχικών νόσων, όπου η μουσική, ο ήχος του νερού και οι μυρωδιές ήταν τα πρωτοποριακά για την εποχή μέσα θεραπείας. Το ιατρικό κέντρο γνώρισε ακμή έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Από το 1997 λειτουργεί ως μουσείο, το οποίο μάλιστα απέσπασε το 2004 από την Κομισιόν το βραβείο για το Μουσείο της Χρονιάς. Παντού αναπαραστάσεις του τρόπου ίασης των ασθενών και βέβαια κάτω από τον ήχο της επιβλητικής μουσικής. Φεύγοντας, πολύ κοντά στο Μουσείο της Ιατρικής, στην αντικρινή πλευρά του αναχώματος, είδαμε  το ανοιχτό στάδιο Kirkpinar, όπου διοργανώνονται κάθε Ιούνιο οι ξακουστοί παραδοσιακοί αγώνες πάλης. Εδώ αναμετριούνται οι θηριώδεις αθλητές, οι «πεχλιβάνηδες», που φορούν τα δερμάτινα παντελόνια, τα κιουσπέτια, ενώ αλείφονται με λάδι, ώστε να αποφεύγουν τις λαβές. Αντίστοιχοι αγώνες πάλης  διοργανώνονται και στον Σοχό της Θεσσαλονίκης.

Διασχίζοντας μία από τις πέτρινες γέφυρες του ποταμού Τούντσα και  περνώντας από τις «ανατολίτικες» φτωχογειτονιές, κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο, ακολουθώντας την κεντρική οδό και τη σήμανση για το κέντρο (Sehir Merkezi), καταλήξαμε στο εντυπωσιακό και επιβλητικό τζαμί Selimiye Camii. Δεσπόζει πάνω σε ένα λόφο και είναι ορατό από –σχεδόν- οποιοδήποτε σημείο της πόλης. Αφήσαμε τα πούλμαν στο γειτονικό πάρκινγκ και ξεκινήσαμε την ξενάγησή μας. Το πρώτο αξιοθέατο που είδαμε ήταν το Selimiye Camii, με τους εντυπωσιακούς πανύψηλους μιναρέδες (71μ.) με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, καθώς διαθέτουν 3 μπαλκόνια! Αποτελεί το ωραιότερο έργο του μεγάλου Οθωμανού αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν. Αφού βγάλαμε τα παπούτσια, περπατήσαμε πάνω στο παχύ χαλί και καταλήξαμε στο εσωτερικό του ναού. Το πρώτο πράγμα που μας εντυπωσίασε ήταν η αρμονία και η γαλήνη που απέπνεε ο χώρος. Πλήθος κόσμου το επισκέπτεται, τόσο ως τουρίστες, όσο και ως προσκυνητές. Στη συνέχεια, βγαίνοντας, περάσαμε μέσα από μια κλειστή αγορά, την Αράστα, και κατηφορίσαμε το λόφο προς το Eski Cami, όπου δίπλα γίνεται το παζάρι Μπεντεστένι (Bedesten Carsisi), Αλί Πασά Τσαρσισί.

Εκεί στον πλακόστρωτο πεζόδρομο ήταν η καρδιά του παλιού τμήματος της πόλης κι εκεί σήμερα βρίσκεται η μεγαλύτερη  κλειστή αγορά της πόλης , Αγορά του Αλή Πασά (Ali Pasa Kapali Carsisi). Τέλος κάναμε μια στάση στο παραδοσιακό ψητοπωλείο του Οσμάν, όπου σερβίρονται ειδικά δύο τοπικές σπεσιαλιτέ: τηγανητοί κεφτέδες με μπόλικα μπαχαρικά και τηγανητό συκώτι, που συνοδεύονται με αριάνι (γιαούρτι διαλυμένο σε κρύο νερό). Εκεί κοντά βρίσκονται τα Χαμάμ(hamam Sokollu Mehmet Pasa), αλλά δεν είχαμε το χρόνο να τα επισκεφτούμε. Η ώρα της αναχώρησης έφτασε και κάνοντας μια τελευταία βόλτα με το πούλμαν, περνώντας από τα ερειπωμένα ελληνικά αρχοντικά και τη μεγάλη   Συναγωγή της Αδριανούπολης που αναστηλώθηκε και ξανάνοιξε το Μάρτιο του 2015, φύγαμε,  ακολουθώντας τις πινακίδες για Yunanistan ( =Ελλάδα ) , δηλαδή τα  Ελληνικά σύνορα.

Σχεδόν είχε βραδιάσει, όταν φτάσαμε στο τελωνείο των Κήπων. Ο έλεγχος τώρα ήταν τυπικός και ξεμπερδέψαμε σχετικά γρήγορα. Φτάσαμε μέσω Εγνατίας στην Ξάνθη στις 21.00 και πήγαμε μετά από λίγο σχεδόν κατευθείαν για το προγραμματισμένο βραδινό μας γλέντι.

Όσοι δεν ακολουθήσαμε στην Τουρκία  πρώτα ανηφορίσαμε με το πούλμαν προς τις παρυφές του κέντρου της πόλης της Ξάνθης, στην οδό Καπνεργατών, κοντά στην πλατεία Μπαλτατζή, και επισκεφθήκαμε περπατώντας τις ονομαστές Καπναποθήκες, δείγματα αρχιτεκτονικής βιομηχανικών κτηρίων και ομφαλό της οικονομικής ευμάρειας της πόλης κατά τα τέλη του 19ου αι. Κτίστηκαν από μαστόρους της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας έως το 1912. Αποτελούν ένα εντυπωσιακό συγκρότημα δομημένο σε σχήμα Π και σε κάποιες από αυτές, αφού έχουν ανακαινιστεί, στεγάζονται η Ακαδημία Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης και το ΚΑΠΗ της Ξάνθης.

Επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν και, περνώντας από την κεντρική πλατεία με το Ρολόι του 1859 ( σήμα κατατεθέν της πόλης ), το νέο Δημαρχείο, το Δικαστικό Μέγαρο και τη Νομαρχία, ακολουθήσαμε την περιφερειακή της Παλιάς πόλης οδό και βγήκαμε στο χώρο, όπου κάθε Σάββατο γίνεται το ονομαστό παζάρι, κοντά στο Δημοκρίτειο Παν/μιο.

Κατεβήκαμε από το πούλμαν, περπατήσαμε ως τη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου που κυλά δίπλα στο όμορφο Δημοτικό Πάρκο Λιμνιό και βγάλαμε φωτογραφίες. «Παραλία» λένε την περιοχή οι ντόπιοι. Πέρα από το ποτάμι μπορούσε να δει κανείς το ποδοσφαιρικό γήπεδο, το βυζαντινό κάστρο στην κορυφή του λόφου και ψηλά στο βουνό το δάσος της Ξάνθης, στο βορειότερο τμήμα της.

Προχωρήσαμε έπειτα με τα πόδια στο εσωτερικό της παλιάς πόλης, χτισμένης μετά το 1829, με τα αρχοντικά σπίτια σε νεοκλασική γραμμή αλλά και τα σπίτια εργατών, που διασώζονται χάρη σε νόμο που ψηφίστηκε το 1994 και απαγόρευε οποιαδήποτε αλλαγή των κατοικιών. Χαρακτηριστικό των περισσότερων σπιτιών είναι τα σαχνισιά, τα δωμάτια δηλαδή που εξέχουν και αποτελούν τα καθιστικά, αυτά στα οποία παραμένουν συχνά οι ένοικοι Την εικόνα συμπληρώνουν παλιές εκκλησίες με κατανυκτική ατμόσφαιρα. Όλα αυτά αποτελούν τα γνωρίσματα της εποχής που η Ξάνθη ήταν παγκοσμίως γνωστή για την καλλιέργεια και την επεξεργασία των φημισμένων καπνών της ( μέσα 19ου- αρχές 20ού αι. ). Ακολουθώντας τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια είδαμε τη Δημοτική Πινακοθήκη «Χρήστος Παυλίδης», από τον εκλεκτό Ξανθιώτη ζωγράφο, που χάρισε σε αυτήν ένα αξιόλογο αριθμό πινάκων του. Αποτελεί μείξη ηπειρώτικης και μακεδονικής αρχιτεκτονικής και ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ξυλόγλυπτα ταβάνια της.

Συναντήσαμε έπειτα το αρχοντικό κάποτε του καπνέμπορου Κουγιουμτζόγλου, κτισμένο τη δεκαετία του 1860. Είναι δίδυμες διώροφες κατοικίες με τοιχογραφίες. Έξοχα φωτιστικά, πολλά παράθυρα με καλόσχημες σιδεριές και πρόσοψη που θυμίζει παλάτι. Το Λαογραφικό Μουσείο που στεγάζεται εδώ αποτελεί κόσμημα της πόλης και φιλοξενεί σημαντικότατα εκθέματα και περιοδικές εκθέσεις πολύ ενδιαφέρουσες. Δυστυχώς δεν είχε ανοίξει ακόμα τις πύλες του και οι τουρίστες δεν μπόρεσαν να δουν το εσωτερικό του.  

Στη μικρή και χαριτωμένη  πλατεία Μητρόπολης δεσπόζει το Μητροπολιτικό Μέγαρο, ενώ στο ίδιο τετράγωνο είδαν το αρχοντικό του καπνέμπορου Στάλιου, που σήμερα στεγάζει το νηπιαγωγείο της περιοχής και το Α΄Δημοτικό Σχολείο.

Κατηφορίζοντας προς την πλατεία Αντίκα συναντήσαμε το Σπίτι του Πολιτισμού, που στεγάζει τη Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης ( ΦΕΞ ) και πιο πέρα το Παλιό Δημαρχείο, αστική αρχοντική κατοικία εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, χτισμένη από τον καπνέμπορο Μωυσή γύρω στο 1880, με την πλούσια εσωτερική διακόσμηση και τα σκαλιστά ταβάνια.

Έχοντας ολοκληρώσει τη σύντομη βόλτα μας στην Παλιά πόλη, φύγαμε υποσχόμενοι να επιστρέψουμε κάποια άλλη στιγμή, για να αγοράσουμε καριόκες, σιροπιαστά και σουτζούκ λουκούμ, γλυκά για τα οποία φημίζεται η Ξάνθη.

Στο δρόμο για Αλεξανδρούπολη κάναμε μια σύντομη στάση στο Πόρτο Λάγος και κατευθυνθήκαμε έπειτα προς τη Μονή Αγ. Νικολάου στη Βιστωνίδα, μετόχι της Μονής Βατοπεδίου. Είναι η 4η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας και τροφοδοτείται από 3 μικρούς ποταμούς. Συνδέεται με τη θάλασσα, τον Βιστωνικό κόλπο, μέσω στενών καναλιών. Τα αβαθή ύδατά της προσφέρονται για ιχθυοτροφικές δραστηριότητες. Επιπλέον, φωλιάζουν εδώ γύρω στα 230 είδη πουλιών, μερικά από τα οποία είναι και σπάνια, όπως η λαγγόνα και η νανόχηνα. Γι΄αυτό εξάλλου η Ελλάδα περιέλαβε τον πολύτιμο αυτόν υδροβιότοπο στον κατάλογο δίκτυο Natura 2000.

Περάσαμε την ξύλινη γέφυρα, πλησιάσαμε την εκκλησία, όπου εκείνη την ώρα γινόταν λειτουργία, προσκυνήσαμε, βγάλαμε φωτογραφίες, παρατηρήσαμε τα πουλιά που βρίσκονταν σε κάποια απόσταση πάνω στις ξύλινες εξέδρες και φύγαμε για την Αλεξανδρούπολη.

Λίγο έξω από την όμορφη πολιτεία επισκεφθήκαμε το μικρό αλλά αρκετά ενδιαφέρον Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, όπου ξεναγηθήκαμε και πήραμε πολλές πληροφορίες για το οικοσύστημα και τη βιοποικιλότητα της περιοχής του Έβρου αλλά και για το απολιθωμένο δάσος της Λευκίμμης, μερικά απολιθώματα από το οποίο μπορούσες να δεις σε ειδική προθήκη. Παρακολουθήσαμε και βίντεο σχετικά με το Δάσος της Δαδιάς, σημειώσαμε τις εντυπώσεις μας στο ειδικό βιβλίο και αναχωρήσαμε. Σειρά είχε το Λουτρό με το Κέντρο Πληροφόρησης του Δέλτα του Έβρου, όπου κάναμε την περιήγησή μας στα λιγοστά εκθέματα και παρακολουθήσαμε ένα βίντεο πολύ ενημερωτικό για το Δέλτα, με ειδικές και συγκεκριμένες πληροφορίες για την πρόσφατη σχετικά αναδημιουργία της λιμνοθάλασσας Δράνας. Αυτήν επιχείρησαν κάποιοι από τους τουρίστες έπειτα να προσεγγίσουν με τα πόδια, αλλά η απόσταση ήταν μακρινή και παραιτήθηκαν της ιδέας σύντομα.

Ο υγρότοπος του Δέλτα Έβρου, στο μεγαλύτερό του μέρος ενταγμένος στον κατάλογο των προστατευόμενων περιοχών της Διεθνούς Σύμβασης Ραμσάρ, ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας, φημίζεται για τα αναρίθμητα είδη πανίδας που φιλοξενεί. Όσον αφορά την ορνιθοπανίδα έχουν καταγραφεί πάνω από 320 είδη πουλιών. Εδώ ξεχειμωνιάζουν αργυροπελεκάνοι και ροδοπελεκάνοι, αλλά και χιλιάδες πάπιες και νανόχηνες. Το Δέλτα αποτελεί από την άλλη τον πιο σημαντικό βιότοπο για τα 3 είδη των ευρωπαϊκών κύκνων . Έχουν όμως λιγοστέψει τα είδη που αναπαράγονται εδώ. Στη Δελταϊκή έκταση έχουν παρατηρηθεί επίσης πάνω από 300 είδη φυτών.

Απέναντι ακριβώς από το Κέντρο βλέπει κανείς τα ιαματικά λουτρά της Τραϊανούπολης, τα οποία δυστυχώς αυτήν την περίοδο ήταν κλειστά. Κοντά τους τα ερείπια της ρωμαϊκής πόλης, που ίδρυσε ο αυτοκράτορας Τραϊανός, μετά το θρίαμβό του στη Δακία.

Επόμενος σταθμός για τους τουρίστες η πρωτεύουσα του νομού Ροδόπης, η Κομοτηνή. Παραμείναμε εκεί ένα δίωρο, για περιήγηση στην πόλη, φαγητό, καφεδάκι ή κάποιο θερμαντικό ρόφημα, για λίγα ψώνια. Ξεκινήσαμε από την πλατεία μπροστά στο Κεντρικό Ηρώο, την ογκώδη στήλη που φέρει τεράστιο μεταλλικό ομοίωμα ξίφους, τοποθετημένου κατακόρυφα. Δίπλα ακριβώς βρίσκεται ο Δημοτικός Κήπος, στο νότιο άκρο του οποίου βλέπει κανείς το παρεκκλήσι της πολιούχου της πόλης Αγ. Παρασκευής.

Προχωρήσαμε στα δρομάκια της πόλης, προς το κέντρο, ανακαλύπτοντας τον Πύργο του Ωρολογίου, που χτίστηκε το 1884, την εποχή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Πίσω από αυτόν υψώνεται ο μιναρές του τεμένους Γενί Τζαμί, στο προαύλιο του οποίου στεγάζεται η θρησκευτική αρχή των μουσουλμάνων της Ροδόπης, η Μουφτεία Κομοτηνής.

Το πιο παλιό τζαμί της πόλης, το Εσκί Τζαμί, χτισμένο μεταξύ 1371 -1383, ορθώνεται στη μικρή πλατεία του Αρχιμανδρίτη Χρύσανθου, απέναντι από το Δημοτικό Ωδείο. Στη Ν.Δ. πλευρά του συγκροτήματος του Ωρολογίου βρίσκεται η πεζοδρομημένη εμπορική οδός Ερμού, ενώ κοντά της, στην παραδοσιακή πλατεία Ηφαίστου, είναι συνωστισμένα τα περίφημα « τενεκετζίδικα », που δίνουν ένα μοναδικό χρώμα στην αγορά της πόλης που απλώνεται ολόγυρα. Κι εδώ, όπως και στην Ξάνθη εξάλλου το Σάββατο, γίνεται ονομαστό παζάρι κάθε Τρίτη, από τα καλύτερα της Θράκης.

Λίγο πιο πέρα βρίσκεται και το Πτωχοκομείο ( Ιμαρέτ ) της Κομοτηνής, ένα αξιόλογο κτίσμα με ιστορική και αρχιτεκτονική αξία, το οποίο λειτουργούσε μέχρι το 1913. Κτίστηκε το 1370-1380 με τη βυζαντινή τεχνική της πλινθοπερίκλειστης τοιχοδομίας, στο σημείο όπου υπήρχε, πριν την κατάκτηση της πόλης από τον πορθητή της Γαζί Μπέη, το 1363, ναός της Αγ. Σοφίας, τμήματα του οποίου ενσωματώθηκαν στο νέο κτήριο. Σήμερα στεγάζεται εδώ το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Κομοτηνής. Εντύπωση μας έκαναν τα αρχοντικά της Κομοτηνής, που αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της οικονομικής αλλά και πνευματικής ανάπτυξης των Ελλήνων της πόλης κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας. Χτίστηκαν από τα μέσα του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού αι.. Σε κάποια από αυτά στεγάζονται σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο του Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής, ο Σύλλογος Σαρακατσάνων και η Δημοτική Βιβλιοθήκη. Ενδιαφέρον στοιχείο όσον αφορά τα μουσεία της Κομοτηνής αποτελεί το ότι εδώ υπάρχει το μοναδικό στο είδος του Μουσείο Καλαθοπλεκτικής των Ρωμά, με εκθέματα- δημιουργίες των Πομάκων της Ροδόπης, των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου, αλλά και της Ανατολικής και Βόρειας Θράκης.

Φύγαμε με τα χέρια λίγο ως πολύ γεμάτα με τις λιχουδιές της Κομοτηνής, περνώντας από την όμορφα και χριστουγεννιάτικα διακοσμημένη Πλατεία Ειρήνης, την κεντρική πλατεία της πόλης.

Έχοντας ολοκληρώσει το πρόγραμμα της ημέρας, επιστρέψαμε μέσω Εγνατίας στη βάση μας κατά τις 7:30. Ξεκουραστήκαμε λίγο και  στις 9:30, κατεβήκαμε για το δείπνο μας κάτω στην τραπεζαρία, όπου στο μεταξύ είχαν έρθει και είχαν πάρει θέση και οι υπόλοιποι φίλοι μας, που είχαν επισκεφθεί την Αδριανούπολη. Το γλέντι μας ξεκίνησε με ζωντανή μουσική και όμορφα τραγούδια από δυο ντόπιους μουσικούς, οι οποίοι μας παρέσυραν στους ρυθμούς τους ως τις 12 και κάτι, οπότε πήγαμε για ύπνο, γιατί είχαμε πρόγραμμα γεμάτο και την επόμενη, τελευταία ημέρα της εκδρομής μας.

Τετάρτη, λοιπόν, 6 του μήνα, ημέρα των Θεοφανείων, φύγαμε για μια σύντομη περιήγηση με το πούλμαν στην πόλη που μας φιλοξένησε για λίγες μέρες. Περάσαμε έξω από τις περίφημες Καπναποθήκες, μνημεία της αλλοτινής δόξας της Ξάνθης, από την κεντρική πλατεία με το Ρολόι, από το Δημοτικό Πάρκο και τις γέφυρες του Κόσυνθου, καθώς και τις παρυφές της Παλιάς πόλης.

Κατευθυνθήκαμε έπειτα προς την Καβάλα, όπου φτάσαμε την ώρα περίπου της τελετής της ρίψης του Σταυρού στη θάλασσα, την οποία έμειναν να παρακολουθήσουν κάτω στην παραλία αρκετοί από τους φίλους μας. Περάσαμε μέσα από τις Καμάρες, το αναπόσπαστο κομμάτι της υπέροχης παλιάς πόλης, ένα αξιοθαύμαστο ιστορικό μνημείο, που είναι χτισμένο επάνω στα ίχνη του μακρού τείχους του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄Παλαιολόγου. Εκτός του αμυντικού τους ρόλου, οι Καμάρες λειτουργούσαν και ως υδραγωγείο που έφερνε νερό από μια πηγή που βρισκόταν στην απέναντι κορυφή. Ανοικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του βυζαντινού κάστρου γύρω στα 1530. Τότε, στα χρόνια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, πήρε τη σημερινή του μορφή.

Οι υπόλοιποι, αφού περάσαμε από τον Άγ. Νικόλαο, παλιό τζαμί, πήραμε τον ανήφορο, την κεντρική οδό Θ. Πουλίδη, προς την παλιά πόλη της Καβάλας, στην Παναγία. Περάσαμε την κεντρική Πύλη ( μάλλον το άνοιγμα πλέον στην άσφαλτο, μετά το γκρέμισμα του τμήματος εκείνου ) του εξωτερικού περιβόλου των τειχών του 15ου αι., αφήσαμε στο αριστερό χέρι το περίφημο Ιμαρέτ, ιεροδιδασκαλείο και πτωχοκομείο, ξενοδοχείο σήμερα πια και διατηρητέο μνημείο, όπου όμως επιτρέπονται επισκέψεις οργανωμένες για το κοινό. Υπέροχο ισλαμικό κομψοτέχνημα με σπάνια ομορφιά χτίστηκε από τον Μεχμέτ Αλή το 1817. Προχωρήσαμε μέσα από τα πλακόστρωτα στενάκια, παρατηρώντας την αρχιτεκτονική των παλιών σπιτιών, φωτογραφίζοντας, και φτάσαμε στο Τζαμί του Χουσείν Μπέη ή της Μουσικής. Σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μπορεί κανείς να δει ίχνη της πρώιμης βυζαντινής κατοίκησης πάνω στο λόφο, τότε που η Καβάλα λεγόταν Χριστούπολη ( ακόμα πιο παλιά την έλεγαν Νεάπολη ).

Συνεχίζοντας φτάσαμε στην κορυφή του λόφου, περνώντας και τον εσωτερικό περίβολο των τειχών, και μπήκαμε μέσα στο επιβλητικό Φρούριο. Όσοι ήθελαν ανέβηκαν στον καλά διατηρημένο κυλινδρικό Πύργο, στη βορινή πλευρά και από εκεί είχαν θέα πανοραμική προς το λιμάνι και όλη την αμφιθεατρικά χτισμένη πολιτεία της Καβάλας, απ΄ όπου έρχονταν ήδη στ΄αυτιά μας οι τυμπανοκρουσίες της Φιλαρμονικής, που συνόδευε την τελετή της ρίψης του Σταυρού. Ανιχνεύοντας το χώρο προχωρήσαμε προς το φυλάκιο στο βάθος, την ερειπωμένη πια δεξαμενή, την αποθήκη πυρομαχικών, και ανεβήκαμε πάνω στις επάλξεις, για να δούμε και από εκεί τη θέα προς την πόλη. Επειδή το κάστρο έπαψε να λειτουργεί αμυντικά κάποια στιγμή, από το 1700 και πέρα, υπήρξε φυλακή. Στο χαμηλότερο επίπεδο της ακρόπολης υπάρχει και ένα θεατράκι, όπου λαμβάνουν χώρα πολλές εκδηλώσεις στη διάρκεια του καλοκαιριού. Κατηφορίζοντας προς τη « μύτη » της χερσονήσου βρεθήκαμε στο κονάκι του Μεχμέτ Αλή, στην ομώνυμη πλατεία με τον μπρούτζινο ανδριάντα του. Σήμερα το σπίτι του διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και λειτουργεί ως μουσείο. Ο ιδρυτής της τελευταίας αιγυπτιακής δυναστείας λάτρεψε και ευεργέτησε σημαντικά τη γενέθλια πόλη του. Δίπλα η εκκλησία της Παναγίας σε θέση περίοπτη στο λόφο, με τη μαγευτικότερη θέα.  

Αφήσαμε την όμορφη πόλη, που κάποτε γνώρισε μεγάλη άνθηση λόγω του εμπορίου του καπνού, ( « Μέκκα του καπνού » την έλεγαν ) εποχή μάλιστα από την οποία σήμερα απομένουν αρκετά μνημεία-καπναποθήκες, κάποια από τις οποίες φιλοξενεί και το Μουσείο Καπνού. Στα καφέ και τα ουζερί της κεντρικής Πλατείας Ελευθερίας, της παραλιακής και των πεζόδρομων παρέμειναν κάποιοι φίλοι μας για καφέ, ένα θερμαντικό ρόφημα ή κάποιο σνακ. Πολλοί ήταν κι αυτοί που τίμησαν το παραδοσιακό σαλέπι από τον σαλεπιτζή στην παραλία. Η Νικήσιανη μας περίμενε στη συνέχεια, το χωριό του νομού Καβάλας, όπου θα παρακολουθούσαμε το έθιμο των « Αράπηδων », που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο την ημέρα των Φώτων πλέον, ενώ παλιότερα η τελετή γινόταν τη μέρα του Αϊ-Γιάννη. Θεωρείται κατάλοιπο της Διονυσιακής λατρείας και των καλενταριών, που στην αρχαιότητα τελούνταν στην αρχή μιας περιόδου. Οι « Αράπ΄δις », όπως τους λένε εδώ, φορούν στη μέση τα τσάνια, τα βαριά κουδούνια, και γυρίζουν στους δρόμους, ντυμένοι με μαύρες προβιές ζώων. Η ράχη παραγεμίζεται με χόρτα, για να σχηματιστεί καμπούρα και στις κνήμες έχουν καλτσούνια. Χαρακτηριστικότερο όλων είναι το κάλυμμα της κεφαλής, η λεγόμενη «μπαρμπούτα», από μαύρο τραγίσιο δέρμα. Κρατούν ξύλινες μαχαίρες, κάνουν το γύρο της κωμόπολης, κραδαίνοντας τις κουδούνες, για να διώξουν τα κακά πνεύματα. Στην πλατεία τελικά μονομαχούν δυο Αράπηδες και ο ένας από αυτούς πέφτει νεκρός, συμβολίζοντας το θάνατο του Διόνυσου από τους Τιτάνες, που σε λίγο ανασταίνεται από το Δία. Κατ΄ άλλους συμβολίζεται η ζωή με το θάνατο και την ανάσταση.

Ένας πανζουρλισμός στην πλατεία, όπου ο Πολιτιστικός Σύλλογος Νικήσιανης κερνούσε κρασάκι, τσιπουράκι και παραδοσιακούς λαχανοντολμάδες, ενώ όποιος ήθελε μπορούσε να αγοράσει σουβλάκια σε καλαμάκια. Παρακολουθήσαμε και την αποχώρηση των Αράπηδων, φωτογραφηθήκαμε μαζί τους, χορέψαμε κιόλας με τους ντόπιους και αποχωρήσαμε ευχαριστημένοι.

Η διαδρομή μας ήταν αρκετή ως τη Νίκαια, αλλά με δυο – τρεις στάσεις για ξεκούραση, τουαλέτα, καφεδάκι ή κάτι άλλο, πέρασε η ώρα και αργά το βράδυ φτάσαμε σπίτι μας με τις « αποσκευές » μας γεμάτες, τις μπαταρίες μας φορτισμένες ως την επόμενη μεγάλη εξόρμηση.