Ξεκινήσαμε με 2 πούλμαν από τη Νίκαια στις 6 το πρωί του Σαββάτου και κατευθυνθήκαμε προς Χαλκίδα, αφού στο μεταξύ παραλάβαμε πολλούς φίλους από το μετρό του Αιγάλεω και άλλες στάσεις.

Σταματήσαμε για μισή ώρα στην παραλιακή Αμάρυνθο ή Βάθεια, «μισοκοιμισμένη» ακόμα,  για καφεδάκι, κάποιο σνακ και … άλλες ανάγκες μας και συνεχίσαμε ως την Κύμη, όπου φτάσαμε κατά τις 9:30,

Πήραμε το φέρρυ για τη Σκύρο, το νησί που έχει συνδέσει το όνομά του με 4 ήρωες της μυθολογίας, τον Αχιλλέα και το γιο του Νεοπτόλεμο, το Θησέα και το βασιλιά Λυκομήδη. Σε μιάμιση περίπου ώρα ακούγαμε το γνωστό « Τάδε έφη Ζαρατούστρα», με το οποίο το μπαρ « Κάβος » υποδέχεται πάντα το πλοίο που φτάνει από την Κύμη στο λιμάνι της Λιναριάς. Επιβιβαστήκαμε στα πούλμαν και σε λίγη ώρα βρισκόμαστε πάνω στη Χώρα ή Χωριό, την πρωτεύουσα της Σκύρου. Πήραμε τον κεντρικό λιθόστρωτο δρόμο, τη « μεγάλη στράτα », με τα μικρά και χαριτωμένα καταστήματα, τα ταβερνάκια και τα χαρακτηριστικά κατάλευκα σπιτάκια σε κυκλαδίτικο στιλ και σε ένα τέταρτο φτάσαμε στην άλλη άκρη του οικισμού, απ΄όπου η θέα προς το Μαγαζιά ( κάποτε, στα χρόνια των Ενετών υπήρχαν εδώ μαγαζιά πράγματι, αποθήκες μπαρουτιού για την ακρίβεια ), το Μώλο και ως πέρα τα Πουριά και το νησάκι του Αγ.Ερμολάου ήταν πανέμορφη και πανοραμική.

Εδώ επισκεφθήκαμε το περίφημο Λαογραφικό Μουσείο Φαλτάιτς και το Αρχαιολογικό Μουσείο, σχεδόν δίπλα του, και τα 2 κοντά στην « πλατεία της αιώνιας ποίησης », με το ορειχάλκινο άγαλμα που στήθηκε εκεί προς τιμήν του Βρετανού ρομαντικού ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ, φιλοτεχνημένο από το γλύπτη Μ.Τόμπρο.  Η ξενάγηση στις αίθουσες του Λαογραφικού πραγματικά μας εντυπωσίασε με τον πλούτο και τη μεγάλη ποικιλία και σπουδαιότητα των εκθεμάτων ( βιβλία, κεντήματα, υφαντά, έπιπλα και σκεύη, εργαλεία, πήλινα αγγεία με τη γνωστή λευκή διακόσμηση, λεπτοδουλεμένα ξυλόγλυπτα, ντοκουμέντα και ιστορικά έγγραφα, παλαιά και σπάνια βιβλία ). Δεν ξέραμε τι να πρωτοθαυμάσουμε!

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο επίσης μεγάλη εντύπωση μας έκαναν τα  ευρήματα από το σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο του Παλαμαρίου, της αρχαίας πόλης- λιμανιού της Σκύρου, με την ενδιαφέρουσα οχύρωση, που έδωσε μια εξαιρετική συλλογή από κεραμικά της πρωτοελλαδικής περιόδου ( 2.800 – 1.900 π.Χ.), αλλά και τα ευρήματα της γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου ( αγγεία με ωραία γεωμετρικά και άλλα μοτίβα, κοσμήματα κ.ά.). Σε ειδική αίθουσα του Αρχαιολογικού αναπαριστάται το Σκυριανό σπίτι με όλους τους λειτουργικούς του χώρους, μέσα από οικιακά σκεύη, διακοσμητικά, κεντήματα, σκυριανές φορεσιές και άλλα εκθέματα.Βγαίνοντας είχαμε την ευκαιρία να δούμε και μέρος των τειχών με τους ημικυκλικούς πύργους-προμαχώνες της κλασικής εποχής ( 4ου αι. π.Χ. ), που κατασκευάστηκαν όταν οι Αθηναίοι είχαν τον έλεγχο του νησιού. Από πάνω μας το Βυζαντινό Καστρομονάστηρο του Αγ. Γεωργίου, προστάτη του νησιού, που χτίστηκε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή. Δίπλα ο ναός του Αγ.Αθανασίου του Αθωνίτη.

Στο χρόνο που μας απέμενε, ανηφορίσαμε πάλι τη μεγάλη στράτα, κάναμε βόλτες και στα σοκάκια, μιλήσαμε με ντόπιους, κάποιοι από τους οποίους μας επέτρεψαν να μπούμε και στα σπίτια τους – σωστά μουσεία κι αυτά – και γευματίσαμε σε κάποιο από τα λιγοστά ταβερνάκια που ήταν ανοιχτά το μεσημέρι.

Φύγαμε από τη Χώρα κατά τις 4, έχοντας αφήσει εκεί 3 από τους φίλους μας, γνωστούς μαραθωνοδρόμους, τον Ηλία, την Αθηνά και τον Άγγελο, για να πάρουν μέρος στον ημιμαραθώνιο, που θα ξεκινούσε μετά τις 5 το απόγευμα. Πεζοπόρησαν ως το Γερούλι, απ΄όπου θα γινόταν η εκκίνηση για τους ενηλίκους με κατάληξη τη Χώρα και μάλιστα η Αθηνά πήρε και το κύπελλο – μεγάλη τιμή για το « Φυσιολάτρη »!

Φτάσαμε κάτω στο Μώλο, τακτοποιηθήκαμε στα 4 ξενοδοχεία μας, ξεκουραστήκαμε, ενώ αρκετοί κολύμπησαν στη γαλήνια θάλασσα του Μώλου, με θέα το λόφο του Κάστρου και τα ολόλευκα σπιτάκια του Χωριού. Κατά τις 7:15 το βραδάκι ανηφορίσαμε πάλι προς τη Χώρα, όπου μείναμε μέχρι τις 10:30 μ.μ. , για να κάνουμε βόλτες στα φιδωτά καλντερίμια, να ψωνίσουμε διάφορα ενθύμια στα λιγοστά ανοιχτά μαγαζάκια και να δειπνήσουμε. Τα σοκάκια δεν ήταν καλά φωτισμένα κι έτσι οι περισσότεροι περιοριστήκαμε στη « μεγάλη στράτα ».

Επιστρέψαμε στη βάση μας για ύπνο, γιατί οι πεζοπόροι έπρεπε να σηκωθούν πρωί την επόμενη μέρα.

Κυριακή πρωί και, αφού είχαν ήδη αναχωρήσει οι 23 « γενναίοι »  μας, γύρω στις 9 και κάτι φύγαμε όλοι οι υπόλοιποι με τα 2 πούλμαν για τα Πουριά πρώτα, με τον ανεμόμυλο και τα ερείπια του αρχαίου λατομείου. Το τοπίο εντυπωσιακό με τους « φαγωμένους » βράχους από πωρόλιθο, που ορθώνονται δίπλα στη θάλασσα, και το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου σκαλισμένο μέσα στον έναν από αυτούς. Κατέχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά των Σκυριανών. Ένας από αυτούς τους βράχους θυμίζει έντονα μανιτάρι και αυτό το πέτρινο φυσικό δημιούργημα της φύσης αποτελεί σήμα κατατεθέν για το νησί. Απέναντι από τα Πουριά, στο νησάκι του Αγίου Ερμολάου, βλέπει κανείς το ομώνυμο κατάλευκο εκκλησάκι, στην ανατολική όψη του οποίου παλαιότερα οι ντόπιοι, στις 26 Ιουλίου, τη μέρα της γιορτής του αγίου, έδεναν κομμάτια από τα ρούχα των άρρωστων  παιδιών, ώστε ο αέρας να πάρει μαζί και τις αρρώστιες τους. Ο Άγιος θεωρείται προστάτης των παιδιών. Η γαλήνη και η ηρεμία στην περιοχή αυτή διακοπτόταν μόνο από το σιγανό μουρμούρισμα της μηχανής κάποιας ψαρόβαρκας που διερχόταν από το στενό πέρασμα. 

Φύγαμε έπειτα για τη νότια Σκύρο, την άγονη αλλά μαγευτική ταυτόχρονα, με τον Κόχυλα ή απλά « Βουνό » για τους ντόπιους, το ψηλότερο βουνό του νησιού να « βασιλεύει » εδώ, με μοναδικούς σχεδόν υπηκόους  τα αγριοκάτσικα και τα λιγότερα πρόβατα. Στόχος μας το μνήμα του Βρετανού φιλέλληνα ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ, που άφησε στο νησί την τελευταία του πνοή, αφού μολύνθηκε από τσίμπημα κουνουπιού, τον Απρίλιο του 1915, στη διάρκεια του Α΄ Παγκ.Πολέμου. Η τελετή της ταφής του έγινε βιαστικά, γιατί η μοίρα του έπρεπε να πλεύσει προς τον Ελλήσποντο την επόμενη μέρα, μαζί με τους υπόλοιπους Συμμάχους. Χρόνια αργότερα η μητέρα του, αφού μετέφερε στην Αγγλία τα λείψανά του, παράγγειλε να γίνει το ταφικό μνημείο που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης και πάνω στο οποίο, σε μια πλάκα μαρμάρινη, είναι γραμμένο το ποίημα του Μπρουκ « Ο Στρατιώτης ». Επιστρέφοντας, αφήσαμε πίσω και δεξιά μας το οροπέδιο Άρι, όπου καλπάζει ένας μικρός πληθυσμός ελεύθερων  Σκυριανών μικρόσωμων αλόγων, και προχωρήσαμε προς την πηγή Νύφι, κοντά στο δρόμο, απ΄όπου πηγάζει λίγο νεράκι από το βουνό. Μικρή  στάση για φωτογραφίες και περνώντας από τον όρμο της Καλαμίτσας με τον υγρότοπο κατευθυνθήκαμε προς τον όρμο Αχίλλι, που πήρε το όνομά του από τον Αχιλλέα, γιατί από εδώ ξεκίνησε, λένε, για την Τροία, με τη συνοδεία μικρών Σκυριανών αλόγων . Αφήσαμε πίσω μας το γραφικό οικισμό Ασπούς, που πήρε το όνομά του από τους 2 ποταμούς Ασωπούς, οι οποίοι χύνονταν στην ομώνυμη παραλία, και περάσαμε για άλλη μια φορά κάτω από την επιβλητική Χώρα με το Βυζαντινό Μοναστήρι του Αγιογιωργιού. Κατευθυνόμαστε προς τη θέση Κατούνες, όπου επρόκειτο να παραλάβουμε τους πεζοπόρους μας,  30 άτομα περίπου, οι οποίοι είχαν κάνει μια πολύ όμορφη  διαδρομή στον Όλυμπο  της Σκύρου. Η διαδρομή , ξεκίνησε από τη Χώρα και ανηφόρισε προς τη περιοχή της Ανάβαλσας, όπου βρίσκεται η κύρια πηγή υδροδότησης ολόκληρης της Σκύρου. Πέρασε  από τον  παλιό νερόμυλο και τα ασβεστοκάμινα που μαρτυρούν τις καθημερινές ασχολίες των Σκυριανών πριν από αρκετά χρόνια. Ανηφόρισε μέσα από το πευκοδάσος  μέχρι τον Άγιο Μέρωνα με τη φανταστική θέα προς τη χώρα και το Κάστρο της. Συνέχισε στο δεύτερο ξωκλήσι τον Άγιο Νικόλαο και μετά από μια θαυμάσια διαδρομή μέσα στα πεύκα και τις κουμαριές  έφτασε στη Παναγιά τη  Λυμπιανή. Η Παναγία Λυμπιανή,  πήρε βέβαια το όνομά της από τη θέση της στον Όλυμπο το ψηλότερο βουνό της Βόρειας Σκύρου. Το γραφικό αυτό ξωκλήσι είναι λαξευμένο στα έγκατα ενός θεόρατου ασβεστολιθικού βράχου σε υψόμετρο 330 μέτρων. Κτίστηκε περίπου στα 1798. Για την είσοδο στον ναϊσκο έχουν χρησιμοποιηθεί δύο μαρμάρινες παραστάσεις προχριστιανικής εποχής ενώ δύο ακόμη μαρμάρινα θωράκια εξαιρετικής τέχνης βρίσκονται στο εσωτερικό του ξωκλησιού. Το ένα είναι εντοιχισμένο ενώ το άλλο χρησιμοποιείται ως Αγ. Τράπεζα. Έξω από το ναό υπήρχαν δυο δεκαπεντόκιλα με γλυκό Σκυριανό κρασί, που ξέμειναν εκεί πάνω από κάποιο γλέντι και βέβαια τα τιμήσαμε δεόντως. Αφού η ομάδα ξεκουράστηκε πήρε το δρόμο για τις Κατούνες και επιβιβάστηκε στα δύο πούλμαν με τους τουρίστες. Όλοι μαζί λοιπόν πήραμε το δρόμο για το Τραχύ, στα βόρεια του νησιού και κοντά στο αεροδρόμιο, όπου επισκεφθήκαμε μια φάρμα με 40 περίπου Σκυριανά αλογάκια. Ξεναγηθήκαμε από τους ιδιοκτήτες, φωτογραφηθήκαμε με τα αλογάκια, κάναμε και τη δωρεά μας και φύγαμε για τον Άγιο Πέτρο στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, περνώντας από τον κολπίσκο Μαρκέσι, με το εκκλησάκι της Θεοτόκου, όπου λέγεται ότι ο Γ.Σεφέρης εμπνεύστηκε το ποίημα « Άρνηση ». Το τοπίο καταπράσινο και στη μέση του πουθενά, θα έλεγες, πρόβαλε η μεγάλη ταβέρνα « Άγιος Πέτρος », που μας περίμενε για το μεσημεριανό μας γεύμα. Τακτοποιηθήκαμε γρήγορα παρέες-παρέες στα ήδη στρωμένα τραπέζια και σε λίγη ώρα είχε ξεκινήσει και το γλέντι με παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια.

Η βροχή συνόδευε τη διασκέδασή μας με το δικό της ρυθμό  σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί. Περάσαμε καλά και δυσανασχετώντας αναχωρήσαμε, για να ολοκληρώσουμε το γύρο του νησιού στην εντυπωσιακή πράγματι πλευρά και την πιο εύφορη της Σκύρου. Πρώτα περάσαμε από τη μικρή και χαριτωμένη παραλία της Κυρα-Παναγιάς, με τις λιγοστές ομπρελίτσες να περιμένουν μάταια πλέον τους καλοκαιρινούς επισκέπτες. Σειρά είχε η ονομαστή για τη γραφικότητα και ομορφιά της παραλία της Ατσίτσας. Μας μάγεψε πραγματικά, παρόλο που ήταν έρημη και η ατμόσφαιρα μελαγχολική λόγω του καιρού. Εδώ η πλούσια βλάστηση από πεύκα και ελιές φτάνει μέχρι τη θάλασσα και η εικόνα συμπληρώνεται από εντυπωσιακούς βράχους. Χαρακτηριστικό αξιοθέατο οι πέτρινοι πυλώνες, απομεινάρια της σιδηροδρομικής γραμμής, που κατασκευάστηκαν από γερμανική εταιρεία στις αρχές του 20ού αιώνα για τη μεταφορά σιδηρομεταλλευμάτων από τα ορυχεία στο βουνό.

Συνεχίζοντας νότια συναντήσαμε τις παραλίες πρώτα του Αγίου Φωκά και του Πεύκου έπειτα, πραγματικού  παράδεισου ομορφιάς και ησυχίας, με τον ομώνυμο οικισμό χτισμένο ψηλότερα, μέσα στα καταπράσινα βουνά. Από τις ομορφότερες παραλίες της Σκύρου ο Πεύκος, λόγω της απάνεμης θέσης του, μας κατέπληξε κι εμάς. Λίγο πιο κάτω οι Αχερούνες και τέλος η Λιναριά, όπου μείναμε για καφεδάκι, γλυκό ή τα τελευταία μας ψώνια στα μαγαζάκια με ξυλόγλυπτα, κεντήματα και κεραμικά και άλλα σκυριανά ενθύμια.

Πήραμε το πλοίο στις 7, αποχαιρετίσαμε τη φιλόξενη Σκύρο και σε λιγότερο από 1 ½ ώρα βρεθήκαμε απέναντι στην Κύμη. Περάσαμε πάλι από την Αμάρυνθο, με πιο έντονη κίνηση τέτοια ώρα, τη Χαλκίδα  και κατά τις 9:30 βρισκόμαστε πια στη Νίκαια, έχοντας αφήσει στο μετρό του Αιγάλεω αρκετούς φίλους μας.

Ευχόμαστε να ξαναγυρίσουμε στο όμορφο αυτό νησί, ίσως κάποια άλλη εποχή, την περίοδο των Απόκρεω, για αν ζήσουμε από κοντά, σε καρναβαλικούς ρυθμούς, το έθιμο του «Γέρου και της Κορέλας», με τους κουδουνοφόρους να τριγυρνούν στα καλντερίμια του Χωριού…