Για τέταρτη συνεχή χρονιά ο «Φυσιολάτρης» πραγματοποίησε με επιτυχία την ανάβαση στον ξακουσμένο Όλυμπο, το ιερό βουνό που κατοικούσαν οι Δώδεκα Θεοί των αρχαίων Ελλήνων.  Φέτος επιλέξαμε να ανεβούμε στις τρεις ψηλότερες κορυφές του, Μύτικα (2918μ.) , Στεφάνι (2909μ.) και Σκολιό (2911μ.) και τα καταφέραμε.

Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας το πρωί της Παρασκευής από τη Νίκαια και μετά από κάποιες μικρές στάσεις για γεύμα και ξεμούδιασμα περάσαμε το Λιτόχωρο και φτάσαμε στη Γκορτσιά. Από εδώ, αφού φορτώσαμε τα πράγματά μας στα μουλάρια,  ξεκίνησε η πορεία μας προς την  Πετρόστρουγκα. Περπατήσαμε 3-4 ώρες μέσα σε ένα ανηφορικό σκιερό μονοπάτι κάτω από τα πεύκα και τις οξιές  και αργά το απόγευμα  φτάσαμε στο πρώτο καταφύγιο, την Πετρόστρουγκα. Σε λίγο έφτασαν και τα μουλάρια με τα πράγματά μας και αφού τα πήραμε, ταχτοποιηθήκαμε όλοι μαζί στον πάνω όροφο σε διώροφα κρεβάτια  για λίγη ξεκούραση. Η θέα από το μπαλκόνι του καταφυγίου ήταν φανταστική μέχρι το Λιτόχωρο και στο βάθος φαινόταν το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής. Κάναμε μικρές βόλτες εκεί γύρω, όπου κάποιοι είχαν στήσει και τις σκηνές τους να κοιμηθούν κάτω από τα αστέρια  και μέχρι να νυχτώσει, ακούγαμε τα γαυγίσματα των σκύλων και τα κουδούνια από τα κοπάδια που έβοσκαν εκεί κοντά. Το σούρουπο, όταν το κρύο άρχισε να δυναμώνει, καθίσαμε δίπλα στη σόμπα, δειπνήσαμε κάτι ελαφρύ και πήγαμε για ξεκούραση.

Πρωί-πρωί ξυπνήσαμε και, αφού είδαμε τον ήλιο να ξεπροβάλλει στο βάθος μέσα από τη θάλασσα, ξεκινήσαμε για το οροπέδιο των Μουσών. Μια όμορφη διαδρομή με καλή σήμανση μέσα στα ρόμπολα και τα έλατα, μέχρι που φτάσαμε αρκετά ψηλά, όπου πλέον αρχίζει η αλπική βλάστηση. Μετά  τη «Σκούρτα» διασχίσαμε το «Λαιμό» και από το πέρασμα του «Γιόσου» φτάσαμε στο οροπέδιο των Μουσών. Το οροπέδιο γεμάτο από κοπάδια αγριοκάτσικα που έβοσκαν αμέριμνα και,  μόλις μας αντίκριζαν, κοίταζαν παράξενα και έτρεχαν να απομακρυνθούν από το μονοπάτι. Η άνοιξη καθυστερεί στον Όλυμπο και όλο το οροπέδιο ήταν ένα ολάνθιστο χαλί από διαφόρων ειδών λουλούδια. Οι αγριομέλισσες, οι γνωστές πεταλούδες του Ολύμπου  και πολλά άλλα έντομα πετούσαν από άνθος σε άνθος, για να συλλέξουν το νέκταρ. Εγκατασταθήκαμε στο καταφύγιο του « Γιόσου Αποστολίδη», ξεκουραστήκαμε και μετά το μεσημέρι ξεκινήσαμε για την κορυφή «Στεφάνι». Φτάσαμε σε μισή ώρα στο σημείο που ξεκινάει η ανάβαση  και, αφού φορέσαμε τα κράνη και ακούσαμε τις οδηγίες από τον αρχηγό, αρχίσαμε το σκαρφάλωμα κατά ομάδες. Αυτοί που για πρώτη φορά ανέβαιναν στην κορυφή, βρισκόντουσαν κοντά στους πιο έμπειρους, για να τους βοηθάνε στο σκαρφάλωμα. Σε μισή ώρα περίπου βρισκόμασταν κοντά στην κορυφή, όπου υπάρχουν δυο δύσκολα σημεία αναρρίχησης και χρησιμοποιήσαμε τα σχοινιά για ασφάλεια. Αφού φωτογραφηθήκαμε στο «θρόνο του Δία» και ατενίσαμε από ψηλά τη γύρω περιοχή, κατεβήκαμε με μεγάλη προσοχή και επιστρέψαμε στο καταφύγιο.

Βλέποντας την κορυφή «Στεφάνι» από το καταφύγιο με το πρόσωπο του Δία να αχνοφαίνεται από μακριά, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας ότι είχαμε καταφέρει να πάμε τόσο ψηλά. Όσοι δεν ήλθαν στη κορυφή είχαν την ευκαιρία να κάνουν βόλτες στο οροπέδιο και να ανέβουν στον Προφήτη Ηλία και στην Τούμπα. 

Το επόμενο πρωί είχαμε ανάβαση στην ψηλότερη  κορφή του Ολύμπου, στο Μύτικα, η οποία έχει υψομετρική διαφορά περίπου 300 μ. Λίγο μετά τις οκτώ βρισκόμασταν στο «Λούκι» και βάλαμε πλώρη για την κορυφή του Μύτικα. Ο ένας μετά τον άλλον αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε ακολουθώντας πιστά τα σημάδια πάνω στους βράχους που έδειχναν τα σωστά περάσματα. Η ανάβαση διήρκησε τρία τέταρτα και η αδρεναλίνη χτύπησε κόκκινο. Η ανακούφιση ήρθε μόλις φτάσαμε στην κορυφή και βγάλαμε τα κράνη μας, με την Ελληνική σημαία να στέκεται εκεί περήφανη για όλους μας. Αγναντεύοντας ολάκερο το βασίλειο να απλώνεται στα πόδια μας, από τη μακρινή Πίνδο μέχρι το Άγιο Όρος και από τη Θεσσαλονίκη και την Εγνατία Οδό μέχρι το Θεσσαλικό κάμπο, νιώσαμε τόσο δυνατοί όσο οι θεοί του Ολύμπου.

Βγάλαμε φωτογραφίες, υπογράψαμε το βιβλίο και, αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, αρχίσαμε το κατέβασμα. Το χάος που βλέπαμε μπροστά μας μάς προκαλούσε δέος. Σιγά –σιγά και με μεγάλη προσοχή προχωρούσαμε, γιατί ήδη και άλλες ομάδες ερχόμενες από το καταφύγιο«Αγαπητός» είχαν αρχίσει το ανέβασμα. «Πέτρα...πέτρα ……πέτρα……..πέτρα!» ακούστηκε από ψηλά από αρκετά στόματα, καθώς κάποιος παρέσυρε κατά λάθος κάποια μικρή πέτρα που άρχισε το ξέφρενο κατρακύλισμα με μεγάλη ταχύτητα και ερχόταν καταπάνω μας. Σκύψαμε όλοι με τα κράνη μπροστά και πέρασε δίπλα μας και σταμάτησε δεκάδες μέτρα πιο κάτω σε κάποιο λούκι, χωρίς να χτυπήσει κανέναν. Εδώ αντιληφθήκαμε, γιατί ο αρχηγός μας επέμενε ότι «κανείς δεν ανεβαίνει χωρίς κράνος». Σειρά στο πρόγραμμα το απόγευμα είχε το «Σκολιό». Η κούραση δεν μας πτόησε και παίρνοντας δύναμη από τους Ολύμπιους θεούς μια δυνατή ομάδα κατεβαίνοντας τα «Ζωνάρια» συνέχισε το δύσκολο ανηφορικό κομμάτι για την τρίτη κορυφή. Φτάνοντας στο «Σκολιό», καθίσαμε λίγο κοντά στους βράχους, να προφυλαχτούμε λίγο από το δυνατό αέρα. H ομίχλη είχε σκεπάσει τη γύρω περιοχή και πού και πού, όταν καθάριζε λίγο, βλέπαμε τις απέναντι κορυφές, το «Μύτικα» και το «Στεφάνι». Ο αέρας μας ανάγκασε να επισπεύσουμε την επιστροφή μας και γλιστρώντας μέσα από μεγάλες χιονούρες που είχαν απομείνει συνεχίσαμε το κατέβασμα χαμηλά στο λιβάδι. Στο βάθος τα αγριοκάτσικα  έβοσκαν στο καταπράσινο χορτάρι και ξαφνικά, όταν ένα άλλο αρσενικό πλησίασε το κοπάδι, ο αρχηγός της αγέλης άρχισε να το κυνηγά σε όλο το οροπέδιο, για να το απομακρύνει από το χαρέμι του. Μόνο όταν το έφτασε αρκετά μακριά και αυτό ανέβηκε πάνω στα απόκρημνα βράχια, επέστρεψε στη βάση του. Αργά το απόγευμα αρκετά κουρασμένοι φτάσαμε στο καταφύγιο. Το βράδυ πριν κοιμηθούμε, βγήκαμε έξω από το καταφύγιο για μάθημα Αστρονομίας.  Στα εκατομμύρια αστέρια που ήταν ορατά, ξεχωρίσαμε τη μικρή και τη μεγάλη Άρκτο, τον Πολικό αστέρα που μας δείχνει πάντα το Βορρά, το Βέγα , τον Αρκτούρο, την Κασσιόπη  και  πλήθος άλλων αστερισμών.Την τελευταία μέρα άρχισε η αντίστροφη πορεία. Πρωί-πρωί φορτώσαμε τα πράγματα στα μουλάρια και κατηφορίσαμε για την Πετρόστρουγκα. Στα πόδια μας είχαμε φτερά και σε δυο ώρες και κάτι φτάσαμε στην Πετρόστρουγκα. Εδώ αντιληφθήκαμε ότι ένας της παρέας δεν είχε έλθει και άρχισε η αναζήτηση. Κάποιοι πήγαν πίσω για να τον ψάξουν. Τελικά μετά από μισή ώρα κατέφτασε και αυτός γιατί κάπου είχε λοξοδρομήσει και έχασε το μονοπάτι. Όλοι μαζί πλέον κατηφορίσαμε για την Γκορτσιά, όπου μας περίμενε το πούλμαν για την επιστροφή. Φτάνοντας στην Πλάκα Λιτόχωρου το απογευματάκι κάναμε ένα ωραίο μπανάκι στη θάλασσα και η αίσθηση ανακούφισης και αναζωογόνησης ήταν απερίγραπτη. Η μεγαλύτερη επιβράβευση ήταν οι εικόνες που αντικρίσαμε  στον Όλυμπο και  η ενέργεια που αποκομίσαμε από το οροπέδιο των Μουσών και μας έκαναν πιο δυνατούς να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες των καιρών μας. Ευχόμαστε να είμαστε όλοι καλά και του χρόνου να το  ξανακάνουμε.