×

Προειδοποίηση

JFolder: :files: Η διαδρομή δεν καταλήγει σε φάκελο. Διαδρομή: [ROOT]/images/stories/galleries/2013/ekdromi3-11.7.13
×

Σημείωση

There was a problem rendering your image gallery. Please make sure that the folder you are using in the Simple Image Gallery plugin tags exists and contains valid image files. The plugin could not locate the folder:

Τετάρτη, 3 Ιουλίου, κατά τις 7 το πρωί, ξεκινήσαμε για τις καλοκαιρινές διακοπές μας με δύο πούλμαν από τη Νίκαια. Παραλάβαμε και τους υπόλοιπους από διάφορα σημεία και συνεχίσαμε το δρόμο μας προς βορρά.

Μετά από δυο σύντομες στάσεις στην Εθνική Οδό ήρθε η ώρα για το καθιερωμένο κέρασμα του « Φυσιολάτρη ». Κατεβήκαμε λοιπόν στα Τέμπη, περάσαμε τη γέφυρα απέναντι και τακτοποιηθήκαμε στα παγκάκια κοντά στην όχθη του Πηνειού. Κάτω από τη δροσιά των πανύψηλων δένδρων φάγαμε τη σαλατίτσα (δροσερά αγγουράκια και ντομάτες), το κύριο πιάτο (σπανακο-λουκανικο-τυροπιτάκια κ.ά μεζεδάκια) και το επιδόρπιό μας (παστελάκι). Επισκεφθήκαμε και την εκκλησίτσα της Αγ. Παρασκευής, βγάλαμε τις φωτογραφίες μας και ανεβήκαμε πάλι επάνω.

Δυο μικρές και πάλι στάσεις ήταν απαραίτητες, μέχρι να φτάσουμε στο πορθμείο της Κεραμωτής, από όπου πήραμε, γύρω στις 7 το απόγευμα, το πλοίο για Θάσο. Σε 40΄αποβιβαζόμαστε στο Λιμένα Θάσου.

Κατευθυνθήκαμε προς τη Σκάλα Πρίνου, στο camping του οποίου αφήσαμε οκτώ άτομα και σε δύο ξενοδοχεία του τους υπόλοιπους φίλους από το 1ο πούλμαν. Το 2ο πούλμαν κατέλυσε στα Λιμενάρια, γνωστό θέρετρο στα νοτιοδυτικά του νησιού. Δειπνήσαμε, κάναμε αναγνώριση του γειτονικού μας χώρου και πήγαμε για ύπνο.


Την επόμενη μέρα ακολουθήσαμε το δρόμο προς τα νότια, περάσαμε από τη Σκάλα Καλλιράχης, τη Σκάλα Μαριών, το Φαρί, όπου σώζονται ερείπια αρχαίου κεραμοποιείου, τα Λιμενάρια, από όπου ξεκίνησαν και οι άλλοι φίλοι, το γνωστό επίσης θέρετρο Ποτό και λίγο μετά την Αστρίδα κατεβήκαμε, για να πάμε, όσοι θέλαμε, με τα πόδια, για μπάνιο στην Γκιόλα, τον πασίγνωστο μεγάλο «λάκκο» με θαλασσινό νερό που σχηματίζεται στους βράχους. Απολαύσαμε το ιδιαίτερο αυτό μπάνιο και φύγαμε για Αλυκή, νότια και ανατολικά.

 

Στο μεταξύ το 2ο πούλμαν είχε επισκεφθεί καθ΄ οδόν τη Μονή Αρχαγγέλου, στο καθολικό του οποίου φυλάσσεται κομμάτι του Τιμίου Ήλου, δηλαδή ενός από τα καρφιά με τα οποία σταύρωσαν το Χριστό.

Στην Αλυκή, «το νησί του ιερού βράχου», όπως αποκαλείται, έγινε ο σύντομης διάρκειας γύρος της χερσονήσου με τα ακόμα και σήμερα αξιοθαύμαστα απομεινάρια των αρχαίων λατομείων μαρμάρου, των λιμενικών εγκαταστάσεων, των ιερών των Διοσκούρων, στην ανατολική παραλία της Αλυκής, των δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών στην κορυφή του λόφου, όπως και των ερειπίων της «νεκρούπολης» στις παρυφές του. Κάναμε το μπάνιο μας και στις δύο παραλίες, γευματίσαμε στα σκιερά ταβερνάκια και φύγαμε από εκεί κατά τις τρεις.

 

Επιστρέψαμε στα καταλύματά μας για ξεκούραση και όλοι μαζί πάλι βρεθήκαμε το απόγευμα στο όμορφο χωριό Μαριές, περνώντας πρώτα από την ομώνυμη Σκάλα και ακολουθώντας το Λάκκο Μαριών. Στο χωριό έμειναν όσοι δε θα περπατούσαν και οι υπόλοιποι ανηφορίσαμε για το «Φράγμα » Μαριών, μια μικρή όμορφη λίμνη με πλατάνια, καλαμιώνες και ιτιές, κοντά στην οποία έχει διαμορφωθεί χώρος αναψυχής. Γυρίσαμε στα ξενοδοχεία μας για δείπνο μετά την πεζοπορία των 5,5 περίπου χλμ.

Την 3η μέρα το πρωί έγινε επίσκεψη στη Μονή Αρχαγγέλου για όσους δεν είχαν προλάβει να τη δουν την προηγούμενη και σύντομη στάση στα Λιμενάρια, για βόλτα στα στενάκια, φωτογράφιση με θέα το λιμάνι και το «Παλατάκι», το διώροφο κτίριο που κατασκευάστηκε το 1903 από τη Γερμανική εταιρεία εκμετάλλευσης των μεταλλείων, ψηλά στο λόφο, πνευματικό κέντρο σήμερα.

Ο δρόμος προς το εσωτερικό του νησιού μας οδήγησε στο γραφικό Θεολόγο, που εκτείνεται τώρα πια μόνο από την πάνω πλευρά του Διπόταμου και κατά μήκος του.

Στην άκρη του γραφικού χωριού αφήσαμε τους πεζοπόρους, οι οποίοι έκαναν μια  διαδρομή 5 ωρών στο ιστορικό μονοπάτι «Καγκέλια», που ένωνε κάποτε το Θεολόγο με την Ποταμιά. Η διαδρομή ξεκινάει από τις πηγές της  Αγίας Βασιλικής με τα κρυστάλλινα νερά και το βυζαντινό τείχος ανάσχεσης της ορμής του παρακείμενου χειμάρρου και ανηφορίζει δίπλα σε μια ρεματιά μέχρι την Αγία Κυριακή. Από εκεί δίπλα σε μια στάνη με μουριές ξεκινάει μονοπάτι φτιαγμένο πάνω στο κατάλευκο μάρμαρο του βουνού Υψάριου και με  θέα το νησάκι και το κόλπο των Κοινύρων. Λίγο πριν φτάσει η ομάδα  στον Αη Λιά ακολούθησαν κατά λάθος το χωματόδρομο με σήμανση για τα ποδήλατα και τελικά έφτασαν λίγα χιλιόμετρα πιο νότια από τις κατασκηνώσεις της Ποταμιάς. Είχαν όμως την τύχη να περάσουν μέσα από ένα παλαιό ερειπωμένο οικισμό βοσκών του περασμένου αιώνα, με πέτρινα σπίτια, φούρνους , στάβλους και αποθήκες, όλα κτισμένα με το τοπικό μάρμαρο. Τελικά επιστρατεύτηκε ο οδηγός μας , ο Κώστας, και οι πεζοπόροι κατέληξαν  στην παραλία της Ποταμιάς για μπάνιο και γεύμα. Όσοι μείναμε στο Θεολόγο κατηφορίσαμε, προς την απέναντι όχθη του, περνώντας το μονότοξο γεφύρι, ακολουθώντας το διαμορφωμένο πλακόστρωτο μονοπάτι, ως το εκκλησάκι του Αρχάγγελου, το παλιό καμίνι, τον τούρκικο μαχαλά και πάλι πίσω στο χωριό. Επισκεφθήκαμε το Λαογραφικό Μουσείο, την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου (1803), με το ξυλόγλυπτο τέμπλο, και άλλες εκκλησίες, κάναμε μια γρήγορη περιδιάβαση στα δρομάκια με τα σπιτάκια, τα χτισμένα με το παραδοσιακό μακεδονικό ύφος, τις κρήνες με τα άφθονα νερά, τα συμπαθητικά μαγαζάκια, τις όμορφες μικρές πλατείες, και σε 1 ώρα από την άφιξή μας αφήναμε εντυπωσιασμένοι την καταπράσινη παλιά πρωτεύουσα του νησιού (ως τα μέσα του 19ου αι.).

Φύγαμε για την Παναγία, πρωτεύουσα από το 1845 για ένα διάστημα, με τη μεγάλη και ασυνήθιστη για μικρό νησί εκκλησία της Παναγίας (1832). Εδώ, την παραμονή της 15ης Αυγούστου, ετοιμάζεται το «κουρμπάνι», βρασμένο κρέας με θρυμματισμένο σιτάρι, από τις γυναίκες του χωριού και μοιράζεται μετά τη λειτουργία. Γάργαρα και άφθονα νερά κυλούσαν στο κεντρικό ανηφορικό δρομάκι προς την πλατεία, που ξεκινούσαν από την κρήνη κάτω από αυτήν. Μισή ωρίτσα μόνο είχαμα για την Παναγία, αλλά περιδιαβαίνοντας τα στενάκια πήραμε μια καλή γεύση. Σειρά είχε το μπάνιο μας στη Σκάλα Παναγίας , όπου θα παραμέναμε και για γεύμα, αναμένοντας και τους πεζοπόρους. Ανεβήκαμε και στο μικρό λοφάκι της Βίγλας μετά το φαγητό και κατά τις 5, αφού ήρθαν και οι πεζοπόροι μας, φύγαμε για τα ξενοδοχεία μας. Δειπνήσαμε και πέσαμε για ύπνο, αφού πρώτα κάναμε μια βολτίτσα στον οικισμό της Σκάλας Πρίνου.

Σάββατο, τελευταία μέρα στο καταπράσινο νησί, και μετά το πρωινό ακολουθώντας παράλληλη πορεία προς το Λάκκο Πρίνου, περνώντας πρώτα μέσα από το χωριό, φτάσαμε στο Μεγάλο Καζαβίτι (Μεγάλο Πρίνο), όπου μας περίμενε ο Μπάμπης, ο ντόπιος οδηγός-ξεναγός μας για ένα γύρο διάρκειας 1 ώρας περίπου μέσα στο καταπράσινο φιλόξενο χωριό. Όμορφα παραδοσιακά σπιτάκια, πολλά από αυτά ανακαινισμένα, με λουλουδιασμένες αυλίτσες, πλακόστρωτα σοκάκια και μια μεγάλη ολόδροση πλατεία με «ιστορικούς» υπεραιωνόβιους πλάτανους, καμένους με τέτοιο τρόπο, ώστε να θυμίζουν έργα τέχνης. Ήπιαμε το καφεδάκι μας εδώ, φάγαμε το γλυκό κουταλιού Θάσου, ήπιαμε κάτι δροσιστικό, φωτογραφηθήκαμε, αποχαιρετίσαμε και πήραμε το δρόμο για το Λιμένα.

 Πήραμε την ανηφοριά για το αρχαίο θέατρο πρώτα, πάνω στο λόφο, στην ψηλότερη κορυφή του οποίου δεσπόζει η αρχαία ακρόπολη και το μεσαιωνικό κάστρο. Ξεναγηθήκαμε με συντομία στο χώρο και κατηφορίσαμε προς το πολύ εντυπωσιακό σύγχρονο Μουσείο. Κι εδώ έγινε ξενάγηση και για τα δύο πούλμαν ξεχωριστά στις αίθουσες με τα εκθέματα, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν  ο περίφημος Κούρος της Θάσου, στην είσοδο, μαρμάρινα γλυπτά από τους ναούς της Αλυκής και άλλους , αγάλματα, αγγεία, κοσμήματα από τάφους και πολλά άλλα ενδιαφέροντα ευρήματα. Για λίγο περάσαμε και στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς, είδαμε και μέρος των αρχαίων τειχών και μετά από σύντομη περιήγηση στο σύγχρονο οικισμό, όπου κάναμε και τα ψώνια μας, μπήκαμε στα πούλμαν, για να πάμε σε μια παραλία. Επιλέξαμε τη Σκάλα Ραχωνιάς, στο δρόμο για τη Σκάλα Πρίνου, καλά προστατευμένη από το μεγάλο μώλο της, μια και φυσούσαν  βόρειοι άνεμοι εκείνη τη μέρα. Εδώ γευματίσαμε κιόλας και γυρίσαμε το απογευματάκι για ξεκούραση στα ξενοδοχεία. Όσοι έμεναν στα Λιμενάρια κολύμπησαν στην εκεί παραλία. Είχαμε γλέντι το βράδυ του αποχαιρετισμού και έπρεπε να «φρεσκαριστούμε». Το 1ο πούλμαν ανηφόρισε προς το Θεολόγο, όπου είχε κανονιστεί να γίνει το γλέντι. Στο ένα από τα δύο ξενοδοχεία στη Σκάλα Πρίνου συγκεντρωθήκαμε οι υπόλοιποι κατά τις 9 και σε λίγο «άρχισαν τα όργανα», και το δείπνο (μπάρμπεκιου και διάφοροι μεζέδες) σερβιρίστηκε στα τραπέζια που είχαν τοποθετηθεί κοντά στην πισίνα. Παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια ακούστηκαν, χορεύτηκαν τραγουδήθηκαν και το κρασάκι έφερε γρήγορα την ευθυμία σε όλους μας. Μέχρι τη μία περίπου μείναμε κοντά στους οργανοπαίχτες και πήγαμε έπειτα για ύπνο. Είχαμε μεγάλο ταξίδι την επόμενη μέρα.

Κυριακή πρωί, αφού αποχαιρετίσαμε τους φιλόξενους «αμφιτρύονές» μας, ξεκινήσαμε για Λιμένα, επιβιβαστήκαμε στο πλοίο και βγήκαμε στην Κεραμωτή μετά από 40λεπτο ταξίδι, παρέα συνεχώς με ολόλευκους γλάρους, που δε δίσταζαν να πλησιάζουν το χέρι μας, από το οποίο έπαιρναν με μικρό μόνο δισταγμό ένα κομματάκι ψωμί ή μπισκοτάκι. Μπήκαμε στα πούλμαν και σταματήσαμε στο Φανάρι Ξάνθης για μπάνιο και γεύμα, κοντά στη λίμνη Βιστωνίδα. Στην Αλεξανδρούπολη παραμείναμε για μια ώρα περίπου, ωσότου εμφανιστεί το πλοίο για Σαμοθράκη, με το οποίο φύγαμε για το 2ο προορισμό μας, στις 6 το απόγευμα. Προλάβαμε όμως σε αυτό το λίγο διάστημα να γνωρίσουμε λίγο τη νεαρή αυτή πόλη, με το Φάρο, που πρωτολειτούργησε το 1880, με τους φαρδιούς δρόμους, τα μεγάλα παλιά κτίρια, όπως το Ζωγράφειο, το Εκκλησιαστικό Μουσείο κ.ά.

Βγήκαμε κατά τις 8:30 στο μυστηριακό νησί. Από μακριά ξεχώριζε ο Σάος, το ψηλότερο βουνό, με την κορυφή του, το Φεγγάρι (1664 μ.) και σε ένα πιο κοντινό επίπεδο ο Πύργος των Γατελούζων, πάνω από την Παλαιόπολη. Με τα πούλμαν φτάσαμε στα Θέρμα και, αφού αφήσαμε στο camping μερικούς από τους φίλους μας, καταλύσαμε οι περισσότεροι στα bungalows «Mariva» και στο κοντινό ξενοδοχείο «Έλενα», που θα μας φιλοξενούσαν για τις επόμενες τέσσερις ημέρες. Δειπνήσαμε και πήγαμε στα δωμάτιά μας για ύπνο. Δευτέρα, 8 Ιουλίου, μετά το πρωινό μας μπήκαμε στο πούλμαν για τη Χώρα – Κάστρο. Χτισμένη το 10ο αι. ψηλά κι αυτή και σε σημείο όχι και τόσο ορατό από τη θάλασσα, για το φόβο των πειρατών. Ανηφορίσαμε προς το Βυζαντινό – Μεσαιωνικό κάστρο των Γατελούζι, όπου ξεναγηθήκαμε από αρχιτέκτονα του συνεργείου αναστήλωσής του, και στη συνέχεια απολαύσαμε καφεδάκι και γλυκό του κουταλιού στην πλατεία με την όμορφη θέα προς τη θάλασσα και το υπόλοιπο χωριό. Έπισκεφθήκαμε το Λαογραφικό Μουσείο, μικρό και χαριτωμένο, τον επιβλητικό ναό της Κοίμησης (1875), όπου φυλάσσονται τα λείψανα των 5 Νεομαρτύρων της Σαμοθράκης, που θυσιάστηκαν για την πίστη τους το 1836, τον παραδοσιακό φούρνο, περιηγηθήκαμε στα μικρά και γραφικά καλντερίμια της.

Φύγαμε, γοητευμένοι από την πρωτεύουσα του νησιού, για μπάνιο στην παραλία του Λακκώματος. Μεγάλη και βοτσαλωτή η παραλία, όπως εξάλλου οι περισσότερες του νησιού, μας φιλοξένησε για λίγη ώρα, ώσπου οι μυρωδιές από την υπερκείμενη ταβέρνα να μας οδηγήσουν στο ανηφορικό δρομάκι. Το χωριό σε μια απόσταση 20΄ πιο πάνω, σε ένα «λάκκωμα» πράγματι χτισμένο, ώστε να μη φαίνεται από τη θάλασσα.

Επιστρέψαμε μετά το γεύμα στην Καμαριώτισσα, όπου κάναμε μια ημίωρη στάση για περιήγηση και αγορά των ονομαστών γλυκών κουταλιού, λικέρ και άλλων παρασκευασμάτων του γυναικείου συνεταιρισμού του λιμανιού. Εδώ είδαμε και την εκκλησία της Κοίμησης της Παναγίας της Καμαριώτισσας , που είναι χτισμένη πάνω σε ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Επιστρέψαμε στα ξενοδοχεία μας, ενώ τέσσερα άτομα πήραμε ένα ταξί για την Παχιά Άμμο, την πιο δημοφιλή παραλία του νησιού και τη μοναδική με άμμο. Κολυμπήσαμε, φωτογραφίσαμε το τοπίο ολόγυρα με το ταβερνάκι, τις «εξέδρες» και τις ψάθες για τους λουόμενους και την ανεμοδαρμένη Παναγία την Κρημνιώτισσα στο βουνό ψηλά, από τα σημαντικότερα εξωκκλήσια, στην οποία φτάνει κανείς μετά από πορεία 2,5 χλμ.. Επιστρέψαμε στα Θέρμα μετά από παραμονή δυο ωρών εκεί. Το απόγευμα κάναμε μια βολτίτσα ως τους μικρούς «καταρράκτες του Παράδεισου» λίγο πιο κάτω από το ξενοδοχείο μας. Μικρές «γκιόλες» σχηματίζονταν κι εδώ, με βατραχάκια που έσπευδαν να κρυφτούν στο νερό, μόλις πλησιάζαμε. Το βράδυ μετά το δείπνο κάναμε μια βόλτα ως το χωριό. Γεμάτη νέους κυρίως ανθρώπους η πλατεία με τις ιαματικές πηγές δίπλα της. Την επόμενη μέρα σειρά είχε η Παλαιόπολη, στην οποία ξεναγηθήκαμε από την κ. Καίτη, φίλη του Ομίλου, τόσο στο χώρο όσο και στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξεκινώντας από το Αρσινόειο, το μεγαλύτερο κυκλικό οικοδόμημα της αρχαιότητας, την οικία του ιερέα και το ανάκτορο, προχωρήσαμε στο ναό των Μεγάλων Θεών, που λατρεύονταν εδώ και τιμούνταν με την τέλεση των Καβειρίων Μυστηρίων, στα οποία μπορούσαν να πάρουν μέρος όλοι , δούλοι και ελεύθεροι. Ανηφορίσαμε προς το κτίριο όπου βρέθηκε η Νίκη της Σαμοθράκης το 1863 (στο Μουσείο του Λούβρου σήμερα το πρωτότυπο), προς τη νοτιοδυτική στοά που είχε κτιστεί κοντά της, είδαμε μέρος της νεκρόπολης και άλλα σημαντικά και δευτερεύοντα κτίσματα του ιερού, καθώς και τα επιβλητικά τείχη, κτισμένα με κυκλώπειο ύφος και καλοδιατηρημένα. Στο Μουσείο έπειτα σταματήσαμε μπροστά στο αντίγραφο της Νίκης, στα αρχιτεκτονικά μέλη του κτιρίου της Αρσινόης και άλλων κτιρίων, στα αττικά, κυρίως, αγγεία, στα κτερίσματα που βρέθηκαν σε τάφους, αλλά και σε εκθέματα μεταγενέστερων εποχών, όπως της βυζαντινής, από την οποία σώζονται ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής κάτω από το ναό των Μεγ.Θεών.

Αφήσαμε πίσω το χώρο αυτό που γνώρισε μεγάλες δόξες από τον 7ο π.Χ. ως τον 4ο αι. μ.Χ. εντυπωσιασμένοι και φύγαμε για μπάνιο στις βάθρες του χειμάρρου του Φονιά. Η πορεία προς την πρώτη ομαλή, μαγευτική και σχετικά σύντομη, με το ποτάμι να μας συνοδεύει σε όλη τη διαδρομή και να σχηματίζει αρκετές μικρές λιμνούλες. Κάτω από τον καταρράκτη το υδρομασάζ τέλειο! Όσοι το επιθυμούσαν συνέχισαν προς τη δεύτερη, αρκετά πιο πάνω και μετά από μια δύσκολη ανηφόρα. Η αποζημίωση όμως που προσέφερε το μπάνιο σε αυτήν ήταν μεγάλη! Κι εδώ ένας πανύψηλος καταρράκτης έκανε ακόμα πιο εντυπωσιακό το όλο θέαμα. Κάποιοι πήραν το μπάνιο τους και στις δύο. Η θέα από ψηλά εντυπωσιακή!

 Επιστρέψαμε στην είσοδο του χειμάρρου, όπου και η ταβέρνα στην οποία γευματίσαμε και στην οποία μας περίμεναν όσοι δεν πεζοπόρησαν καθόλου. Λίγη μεσημεριανή «σιέστα» στο ξενοδοχείο και το απόγευμα κατά τις 6 πάλι στο πόδι για τη «Γριά βάθρα» τώρα, κοντά στα Θέρμα. Λέγεται πως είναι άπατη και ονομάστηκε έτσι επειδή μια γριά πνίγηκε και το σώμα της βρέθηκε στη θάλασσα.Στο δρόμο συναντούσαμε πολλούς νεαρούς κατασκηνωτές, που στήνουν κάτω από τα γέρικα πλατάνια τις σκηνές τους. Αφού προσπεράσαμε τη «Γριά βάθρα», αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τη δεύτερη σε ένα σχετικά απότομο μονοπάτι και μετά από λίγο βρεθήκαμε σε μια «πισίνα» με ολόδροσο νερό, όπου πήραμε το απογευματινό μας μπανάκι. Κατηφορίζαμε σε λίγη ώρα, γιατί άρχιζε να νυχτώνει.

Οι λίγοι φίλοι του camping ανηφόρισαν κι αυτοί προς τη «Γριά Βάθρα» εκείνο το απόγευμα και έφτασαν σχεδόν μέχρι τη Μονή Χριστού.

Απολαύσαμε το δείπνο μας και πάλι με ωραία καλομαγειρεμένα, «σπιτικά» σχεδόν, φαγητά, και κλείσαμε τη μέρα μας με ένα γλυκό ή ποτό στην πλατεία των Θέρμων.

 Η Τετάρτη, 10 Ιουλίου, ήταν η μέρα για τους δέκα έξι, τελικά, «γενναίους», που αποφάσισαν να ανέβουν στις πηγές του Φονιά.. Η ομάδα ξεκίνησε νωρίς το πρωί στις 7 από το Κάμπινγκ και ανηφόρισε  το μονοπάτι για τις πηγές, που βρίσκονται σε υψόμετρο περίπου 700 μ. Στην αρχή η διαδρομή, μια ώρα περίπου, ήταν μέσα σε πυκνή βλάστηση σε ένα μονοπάτι που σε πολλά σημεία τα ρείκια το είχαν κλείσει και αλίμονο σε αυτούς που είχαν επιλέξει να βάλουν κοντά παντελόνια για τις βάθρες γιατί επέστρεψαν όλοι με γδαρσίματα. Φτάνοντας στον αυχένα του «Αετού» η ομάδα ανασυγκροτήθηκε  κάτω από μια βελανιδιά για λίγη ξεκούραση. Ύστερα συνέχισε προς την κορυφή περπατώντας πάντα πάνω σε σαθρό έδαφος, ανάμεσα σε πέτρες και κοτρόνες,  σε ένα μη σηματοδοτημένο μονοπάτι όπου οι ανιχνευτές της ομάδας είχαν αναλάβει δράση να εντοπίζουν τυχόν σημάδια και «κούκους», πέτρες μια πάνω στην άλλη που φτιάχνουν οι ορειβάτες για να σηματοδοτούν τη διαδρομή. Φτάνοντας στην κορυφή φάνηκαν στο βάθος οι πηγές του Φονιά . Η προσέγγισή τους όμως ήταν αρκετά δύσκολη. Μονοπάτι δεν υπάρχει από τη μεριά αυτή και μόνο γιδόστρατα που κατευθύνονται προς το φαράγγι. Με μεγάλη δυσκολία οι ανιχνευτές μας, Αντώνης, Ηλίας, Γιώργος κ. ά. προσπαθούσαν να βρουν  διεξόδους προς το φαράγγι. Μετά από μια ώρα ταλαιπωρίας διασχίζοντας μια-δυο χαράδρες με μικρά ποταμάκια επιτέλους έφτασαν πάνω από το φαράγγι  και αντίκρισαν τον «παράδεισο». Παντού γρανιτένιοι βράχοι με καταρράκτες και μπροστά μια τεράστια φυσική νεροτσουλήθρα πάνω από 20 μέτρα  που κατέληγε στην πρώτη βάθρα. Δικαιολογημένα το φαράγγι του Φονιά συγκαταλέγεται στα  2-3 καλύτερα της Ελλάδας. Παντού μεγάλες βάθρες με πεντακάθαρα νερά,  μέσα σε πλούσια βλάστηση με πλατάνια και άλλα δένδρα, όπου καταλήγουν καταρράκτες και το νερό πέφτει με μεγάλη ορμή. Όλοι κολύμπησαν στα δροσερά νερά, ακόμα και ο Γιώργος που κουβαλούσε και τα πέδιλά του στο βουνό, έβγαλαν φωτογραφίες , περπάτησαν και προς τις δυο κατευθύνσεις του ποταμού μέχρι εκεί που μπορούσαν  γιατί σε κάποια σημεία οι καταρράκτες γινόντουσαν επικίνδυνοι και απροσπέλαστοι χωρίς τη βοήθεια σχοινιών (ραπέλ). Η κατάβαση του φαραγγιού  συνδυάζει πολλά χαρακτηριστικά του  Canyoning και διαρκεί πάνω από 6 ώρες με δύσκολα σημεία Jump(15-20μ)  που υπάρχουν καθ' όλη τη διάρκειά του και με τον εντυπωσιακότερο καταρράκτη στη «Κλείδωση» όπου το φαράγγι στενεύει και στρίβει. Χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη ποσότητα νερού ακόμα και τον Ιούλιο που εμείς το επισκεφτήκαμε. Οι κύριες πηγές ξεκινάνε κοντά στην κορυφή, ενώ πολλά μικρότερα ρέματα από μικρές  πηγές νερού υπάρχουν συνέχεια κατά μήκος του φαραγγιού. Δεν ξέρω πώς δικαιολογούνται όλες αυτές οι πηγές τόσο ψηλά με τα λίγα χιόνια στο βουνό Σάος και με τους γεωλόγους να μιλάνε ακόμα και για υπόγεια ποτάμια που έρχονται από τα απέναντι βουνά της Θράκης. Όμως τα καλά πράγματα κάποια στιγμή τελειώνουν και κατά τη μία το μεσημέρι άρχισε η επιχείρηση της επιστροφής. Η ομάδα επέλεξε μια πιο σύντομη αλλά δύσβατη ανηφορική  διαδρομή  και σε λιγότερο από μια ώρα προσέγγισε το μονοπάτι και άρχισε η κατάβαση προς το Κάμπινγκ. Οι πρώτοι γύρω στις 4 το απόγευμα κατέφθασαν στο κάμπινγκ και πήγαν για ένα μπανάκι στη θάλασσα  να χαλαρώσουν. Σύντομη ξεκούραση και ραντεβού το βράδυ  στο «Mariva» για το αποχαιρετιστήριο γλέντι μας την παραμονή της αποχώρησής μας από τη Σαμοθράκη.
Οι υπόλοιποι που δεν ανέβηκαν στις πηγές συνεχίσαμε με τα πούλμαν προς τα βορειοανατολικά. Προσπεράσαμε τον Πύργο του Φονιά (ο 3ος Πύργος των Γατελούζων), το εκκλησάκι του Αγ. Πέτρου σε ένα υψωματάκι και φτάσαμε στη δεύτερη καλύτερη παραλία του νησιού, τους Κήπους, με το ψιλό γκρίζο βότσαλο και τα νερά εκπληκτικής διαύγειας, όπου πήραμε το μπάνιο μας και παραμείναμε για μια ώρα. Το τοπίο γύρω απίστευτης ομορφιάς, με βράχια και δασωμένες πλαγιές. Επιστρέψαμε στα Θέρμα, στο λιμανάκι των οποίων έμειναν όσοι ήθελαν κι ένα δεύτερο μπάνιο, κοντά στο όμορφα διακοσμημένο μπαρ. Γευματίσαμε στην ταβέρνα που βρισκόταν πολύ κοντά στο ξενοδοχείο μας, στο οποίο επιστρέψαμε για ξεκούραση, αναμένοντας τους πεζοπόρους μας.

Η υποδοχή που τους επιφυλάχτηκε την ώρα προσέλευσης στο δείπνο ήταν εντυπωσιακή, μια και ο άθλος που πέτυχαν ήταν σημαντικός ...

Μας συνόδευαν σε όλη τη διάρκεια του δείπνου τέσσερις καλλίφωνοι μουσικοί, που μας έπαιξαν ωραία λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια ως τις δώδεκα περίπου. Τα κατσικάκια από το ορεινό χωριό του Προφήτη Ηλία, που ψήθηκαν μάλιστα εκεί, ήταν το κύριο πιάτο και συνοδεύονταν από άλλα ωραία εδέσματα. Το κρασάκι έφερε την ευθυμία και ορισμένες παρέες σηκώθηκαν και για χορό. Έπρεπε να κοιμηθούμε νωρίς όμως, γιατί θα αναχωρούσαμε πολύ πρωί και το ταξίδι της τελευταίας μέρας θα ήταν πολύωρο. Κοιμηθήκαμε λίγες ώρες και στις 5:30 πρωί – πρωί ήμαστε στο πόδι, έχοντας φορτώσει ήδη οι περισσότεροι τις αποσκευές μας στα πούλμαν, μιας και το πλοίο αναχωρούσε στις επτά το πρωί. Κάναμε μικρές στάσεις καθ΄οδόν και μια μεγαλύτερη πάλι για μεσημεριανό φαγητό, λίγο κάτω από τη Σκοτίνα, δίπλα σε νεοανασκαμμένο αρχαιολογικό χώρο –αρχαίο νεκροταφείο. Φτάσαμε στη Νίκαια γύρω στις δέκα το βράδυ «χορτάτοι» από το δεκαήμερο των διακοπών μας σε αυτά τα δύο μαγευτικά νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου.

{gallery}2013/ekdromi3-11.7.13{/gallery}